ἀπερίσκεπτος: Difference between revisions

3
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=κ. απερίσκεφτος, -η, -ο (AM [[ἀπερίσκεπτος]], -ον)<br />[[ασυλλόγιστος]], [[αστόχαστος]].
|mltxt=κ. απερίσκεφτος, -η, -ο (AM [[ἀπερίσκεπτος]], -ον)<br />[[ασυλλόγιστος]], [[αστόχαστος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀπερίσκεπτος:''' -ον ([[περισκέπτομαι]]), [[επιπόλαιος]], αυτός που δεν εξετάζει σε [[βάθος]] τα ζητήματα, [[αστόχαστος]], σε Θουκ.· επίρρ. <i>-τως</i>· συγκρ. <i>-ότερον</i>, στον ίδ.
}}
}}