3,271,364
edits
(5) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=κ. απερίσκεφτος, -η, -ο (AM [[ἀπερίσκεπτος]], -ον)<br />[[ασυλλόγιστος]], [[αστόχαστος]]. | |mltxt=κ. απερίσκεφτος, -η, -ο (AM [[ἀπερίσκεπτος]], -ον)<br />[[ασυλλόγιστος]], [[αστόχαστος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀπερίσκεπτος:''' -ον ([[περισκέπτομαι]]), [[επιπόλαιος]], αυτός που δεν εξετάζει σε [[βάθος]] τα ζητήματα, [[αστόχαστος]], σε Θουκ.· επίρρ. <i>-τως</i>· συγκρ. <i>-ότερον</i>, στον ίδ. | |||
}} | }} |