ἀτιθάσευτος: Difference between revisions

3
(6)
(3)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀτιθάσευτος]], -ον)<br />αυτός που δεν τιθασεύθηκε ή που στάθηκε αδύνατο να ελεγχθεί.
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀτιθάσευτος]], -ον)<br />αυτός που δεν τιθασεύθηκε ή που στάθηκε αδύνατο να ελεγχθεί.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀτῐθάσευτος:''' -ον (τῐθᾰσεύω), αυτός που δεν μπορεί [[κανείς]] να δαμάσει, [[άγριος]], σε Πλούτ.
}}
}}