3,274,917
edits
(7) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές (AM [[ἀφελής]], -ές)<br /><b>1.</b> [[ανεπιτήδευτος]], [[απλός]]<br /><b>2.</b> (για πρόσωπα) [[απλοϊκός]], [[επιπόλαιος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[υγιής]], [[ακέραιος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[έδαφος]]) [[στρωτός]], [[χωρίς]] πέτρες<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἀφελές</i><br />η [[απλότητα]] ([[κυρίως]] στο ύφος του λόγου).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λ. αβέβαιης ετυμολογίας, της οποίας η αρχική [[σημασία]] [[είναι]] δύσκολο να καθοριστεί λόγω του ότι εμφανίστηκε [[αργά]]. Εάν όμως θεωρηθεί ότι η αρχαία [[σημασία]] της λ. παραδίδεται στο [[χωρίο]] του <b>Αριστοφ.</b> «διά των <i>αφελών</i> πεδίων» (Ιππής 527) «ομαλών, [[χωρίς]] πέτρες», [[τότε]] γίνεται παραδεκτή η ετυμολ. [[αφελής]] <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> <b>(ουδ.)</b> <i>φέλος</i>, που συνδέεται με το [[φελλεύς]] «πετρώδες [[έδαφος]]». Εξάλλου μία [[σύνδεση]] με τα [[ζάφελος]], [[ζαφελής]] «[[ορμητικός]], [[βίαιος]]» φαίνεται αστήρικτη]. | |mltxt=-ές (AM [[ἀφελής]], -ές)<br /><b>1.</b> [[ανεπιτήδευτος]], [[απλός]]<br /><b>2.</b> (για πρόσωπα) [[απλοϊκός]], [[επιπόλαιος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[υγιής]], [[ακέραιος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[έδαφος]]) [[στρωτός]], [[χωρίς]] πέτρες<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἀφελές</i><br />η [[απλότητα]] ([[κυρίως]] στο ύφος του λόγου).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λ. αβέβαιης ετυμολογίας, της οποίας η αρχική [[σημασία]] [[είναι]] δύσκολο να καθοριστεί λόγω του ότι εμφανίστηκε [[αργά]]. Εάν όμως θεωρηθεί ότι η αρχαία [[σημασία]] της λ. παραδίδεται στο [[χωρίο]] του <b>Αριστοφ.</b> «διά των <i>αφελών</i> πεδίων» (Ιππής 527) «ομαλών, [[χωρίς]] πέτρες», [[τότε]] γίνεται παραδεκτή η ετυμολ. [[αφελής]] <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> <b>(ουδ.)</b> <i>φέλος</i>, που συνδέεται με το [[φελλεύς]] «πετρώδες [[έδαφος]]». Εξάλλου μία [[σύνδεση]] με τα [[ζάφελος]], [[ζαφελής]] «[[ορμητικός]], [[βίαιος]]» φαίνεται αστήρικτη]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀφελής:''' -ές ([[φελλεύς]]), αυτός που δεν έχει λίθους, [[ομαλός]], [[λείος]], [[επίπεδος]], σε Αριστοφ.· λέγεται για πρόσωπα, [[απλός]], [[απέριττος]], [[απλοϊκός]], σε Δημ., Λουκ.· επίρρ. [[ἀφελῶς]], [[απλώς]], γενικά, χονδρικά, με [[αφέλεια]], σε Θέογν. | |||
}} | }} |