ἄψυκτος: Difference between revisions

3
(7)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=και άψυχτος, -η, -ο (Α [[ἄψυκτος]], -ον)<br />αυτός που δεν έχει ή που δεν [[είναι]] δυνατόν να ψυχθεί.
|mltxt=και άψυχτος, -η, -ο (Α [[ἄψυκτος]], -ον)<br />αυτός που δεν έχει ή που δεν [[είναι]] δυνατόν να ψυχθεί.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἄψυκτος:''' -ον ([[ψύχω]]), αυτός που δεν είναι [[ικανός]] να παγώσει, μη ψυχόμενος, σε Πλάτ.
}}
}}