διαθρύπτω: Difference between revisions

3
(9)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[διαθρύπτω]] (AM) [[θρύπτω]]<br /><b>1.</b> καταθρυμματίζω, [[κατασυντρίβω]], [[κάνω]] θρύψαλα<br /><b>2.</b> (για [[ψωμί]]) [[διανέμω]] σε τεμάχια<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κολακεύω]]<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>διαθρύπτομαι</i><br />κορδώνομαι, [[καμαρώνω]], κολακεύομαι<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> διαφθείρομαι από κολακείες, [[χλιδή]] κ.λπ.
|mltxt=[[διαθρύπτω]] (AM) [[θρύπτω]]<br /><b>1.</b> καταθρυμματίζω, [[κατασυντρίβω]], [[κάνω]] θρύψαλα<br /><b>2.</b> (για [[ψωμί]]) [[διανέμω]] σε τεμάχια<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κολακεύω]]<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>διαθρύπτομαι</i><br />κορδώνομαι, [[καμαρώνω]], κολακεύομαι<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> διαφθείρομαι από κολακείες, [[χλιδή]] κ.λπ.
}}
{{lsm
|lsmtext='''διαθρύπτω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, — Παθ. αόρ. βʹ διετρύφην [ῠ]·<br /><b class="num">I.</b> [[σπάζω]] σε τεμάχια, [[σπάζω]] σε κομμάτια, [[θρυμματίζω]], κάνω θρύψαλα, σε Λουκ. — Παθ., [[τριχθά]] τε καὶ [[τετραχθὰ]] διατρυφὲν (τὸ [[ξίφος]]), σε Ομήρ. Ιλ.· <i>ἀσπίδες διατεθρυμμέναι</i>, σε Ξεν.<br /><b class="num">II. 1.</b> μεταφ., όπως το Λατ. frangere, [[καταρρακώνω]] κάποιον μέσω έκλυτης ζωής και τρυφηλού, αμαρτωλού βίου, [[αποχαυνώνω]], [[εκθηλύνω]], παραχαϊδεύω, κάνω κάποιον αδύναμο και θηλυπρεπή, σε Πλάτ., Ξεν. — Παθ., αποχαυνώνομαι, παραχαϊδεύομαι, διαφθείρομαι, [[γίνομαι]] [[μαλθακός]], σε Αισχύλ., Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> — Μέσ., [[περηφανεύομαι]], το [[παίρνω]] πάνω μου, [[γίνομαι]] [[υπερόπτης]], λέγεται για κάποιον σεμνότυφο, σε Θεόκρ.· λέγεται για [[γυναίκα]] αοιδό, διαθρύπτεται [[ἤδη]], παίρνει [[πόζα]], στον ίδ.
}}
}}