διακριβόω: Difference between revisions

3
(big3_11)
(3)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">I</b> tr.<br /><b class="num">1</b> [[examinar o estudiar con detenimiento]], [[conocer bien]] τὰς τάξεις X.<i>Cyr</i>.2.1.27, en v. pas. τοῖς μάγοις διηκρίβωται τὰ τῆς τέχνης Agath.4.25.4<br /><b class="num">•</b>tb. en v. med. τὴν παρασκευὴν διακριβούμενοι Lib.<i>Or</i>.59.64.<br /><b class="num">2</b> [[distinguir]], [[definir con claridad o precisión]] τὸ λεχθέν Arist.<i>Pr</i>.916<sup>a</sup>36, τοῦ συλλογισμοῦ τὸν ὅρον Arist.<i>SE</i> 169<sup>b</sup>15, διακριβοῦν τοὺς ὁρωμένους distinguir a las personas que veía</i> Hld.7.15.3, ἡ ὄψις ἀμβλύνεται διακριβοῦν τὰ ἐν αὐτῷ (ὕδατι) Philostr.<i>Im</i>.1.13, en v. pas. τὰ τοῦ ἐλέγχου ... διηκριβωμένα D.H.<i>Din</i>.9.1<br /><b class="num">•</b>en v. med. mismo sent. αὐτά σοι διακριβοῦμαι Pl.<i>Tht</i>.184d, cf. <i>Plt</i>.292c, Hld.7.7.3.<br /><b class="num">3</b> [[ajustar con exactitud]], [[perfeccionar]] τὰς ἐργασίας Thphr.<i>CP</i> 3.20.5<br /><b class="num">•</b>en ret. y en la representación artística [[perfeccionar]], [[pulir]] τοὺς λόγους Plu.2.848c, en v. pas. ὅσα κατὰ τὰς ἀπεργαζομένας τέχνας διηκριβωμένα φαίνεται Aristox.<i>Fr</i>.50, cf. D.S.1.74, κἀπειδὴ τὰ τῆς ὑποκρίσεως αὐτοῖς διηκρίβωτο después que se perfeccionaron en su papel</i> Hld.6.12.1<br /><b class="num">•</b>[[realizar exacta, fielmente]] Πραξιτέλης ὃν ἔπασχε διηκρίβωσεν Ἔρωτα <i>AP</i> 16.204, cf. Agathem.1.1, en v. pas. παίγνιον ... τορείαις διηκριβωμένον Plu.2.989e, σφυρὰ διηκριβωμένα <στερεὰ> γενναίου ἀνδρός Adam.2.7, (ἡδοναί) σφόδρα διηκριβωμέναι (placeres) muy refinados</i> Aristox.<i>Fr</i>.50<br /><b class="num">•</b>part. pas. [[perfecto]], [[exacto]] ἔμειξεν ... διηκριβωμένην μᾶλλον ἐπανόρθωσιν realizó una corrección (del calendario) más exacta</i> Plu.<i>Caes</i>.59<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ διηκριβωμένον [[lo exacto]], [[lo ajustado]] τὸ δ. τοῖς χρόνοις D.S.1.3, τὸ δ. (τῆς διδασκαλίης) Gal.19.11.<br /><b class="num">4</b> c. ac. de pers. [[enseñar con exactitud o dedicación]] (τοὺς μαθητάς) ἐμπείρους δὲ τούτων ποιήσαντες καὶ διακριβώσαντες Isoc.15.184, en v. pas. εἰ [[γάρ]] τις διακούσειεν ἅπαντα ... καὶ διακριβωθείη μᾶλλον τῶν ἄλλων Isoc.15.192.<br /><b class="num">II</b> intr.<br /><b class="num">1</b> [[ser estricto, preciso]] τὸ μὲν διακριβοῦν περὶ ἑκάστων LXX 2<i>Ma</i>.2.28, abs. D.C.72.18.4<br /><b class="num">•</b>en v. med. c. περί y gen. προσήκει διακριβοῦσθαι περὶ τῶν διαφερόντων conviene que sean precisos en relación con lo que les deben</i> Isoc.13.6, οὐκ ἂν σφόδρα διακριβώσασθαι περὶ τῶν ἑαυτῷ συμφερόντων; ¿que no habría sido sumamente preciso en cuanto le concernía?</i> Is.3.39, c. ac. de rel. ἀλλὰ τά τε ἄλλα διηκριβοῦτο pero en lo demás era estricto</i> D.C.43.21.4.<br /><b class="num">2</b> [[profundizar]] en un tema διακριβῶσαι γὰρ μεῖζον τοῦ προκειμένου Arist.<i>EN</i> 1178<sup>a</sup>23<br /><b class="num">•</b>en v. med. [[perfeccionarse]] c. ac. de rel. τὴν μὲν σκυτικὴν οὐ πάνυ τι διακριβωσάμενος Alex.Aphr.<i>in SE</i> 40.27.
|dgtxt=<b class="num">I</b> tr.<br /><b class="num">1</b> [[examinar o estudiar con detenimiento]], [[conocer bien]] τὰς τάξεις X.<i>Cyr</i>.2.1.27, en v. pas. τοῖς μάγοις διηκρίβωται τὰ τῆς τέχνης Agath.4.25.4<br /><b class="num">•</b>tb. en v. med. τὴν παρασκευὴν διακριβούμενοι Lib.<i>Or</i>.59.64.<br /><b class="num">2</b> [[distinguir]], [[definir con claridad o precisión]] τὸ λεχθέν Arist.<i>Pr</i>.916<sup>a</sup>36, τοῦ συλλογισμοῦ τὸν ὅρον Arist.<i>SE</i> 169<sup>b</sup>15, διακριβοῦν τοὺς ὁρωμένους distinguir a las personas que veía</i> Hld.7.15.3, ἡ ὄψις ἀμβλύνεται διακριβοῦν τὰ ἐν αὐτῷ (ὕδατι) Philostr.<i>Im</i>.1.13, en v. pas. τὰ τοῦ ἐλέγχου ... διηκριβωμένα D.H.<i>Din</i>.9.1<br /><b class="num">•</b>en v. med. mismo sent. αὐτά σοι διακριβοῦμαι Pl.<i>Tht</i>.184d, cf. <i>Plt</i>.292c, Hld.7.7.3.<br /><b class="num">3</b> [[ajustar con exactitud]], [[perfeccionar]] τὰς ἐργασίας Thphr.<i>CP</i> 3.20.5<br /><b class="num">•</b>en ret. y en la representación artística [[perfeccionar]], [[pulir]] τοὺς λόγους Plu.2.848c, en v. pas. ὅσα κατὰ τὰς ἀπεργαζομένας τέχνας διηκριβωμένα φαίνεται Aristox.<i>Fr</i>.50, cf. D.S.1.74, κἀπειδὴ τὰ τῆς ὑποκρίσεως αὐτοῖς διηκρίβωτο después que se perfeccionaron en su papel</i> Hld.6.12.1<br /><b class="num">•</b>[[realizar exacta, fielmente]] Πραξιτέλης ὃν ἔπασχε διηκρίβωσεν Ἔρωτα <i>AP</i> 16.204, cf. Agathem.1.1, en v. pas. παίγνιον ... τορείαις διηκριβωμένον Plu.2.989e, σφυρὰ διηκριβωμένα <στερεὰ> γενναίου ἀνδρός Adam.2.7, (ἡδοναί) σφόδρα διηκριβωμέναι (placeres) muy refinados</i> Aristox.<i>Fr</i>.50<br /><b class="num">•</b>part. pas. [[perfecto]], [[exacto]] ἔμειξεν ... διηκριβωμένην μᾶλλον ἐπανόρθωσιν realizó una corrección (del calendario) más exacta</i> Plu.<i>Caes</i>.59<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ διηκριβωμένον [[lo exacto]], [[lo ajustado]] τὸ δ. τοῖς χρόνοις D.S.1.3, τὸ δ. (τῆς διδασκαλίης) Gal.19.11.<br /><b class="num">4</b> c. ac. de pers. [[enseñar con exactitud o dedicación]] (τοὺς μαθητάς) ἐμπείρους δὲ τούτων ποιήσαντες καὶ διακριβώσαντες Isoc.15.184, en v. pas. εἰ [[γάρ]] τις διακούσειεν ἅπαντα ... καὶ διακριβωθείη μᾶλλον τῶν ἄλλων Isoc.15.192.<br /><b class="num">II</b> intr.<br /><b class="num">1</b> [[ser estricto, preciso]] τὸ μὲν διακριβοῦν περὶ ἑκάστων LXX 2<i>Ma</i>.2.28, abs. D.C.72.18.4<br /><b class="num">•</b>en v. med. c. περί y gen. προσήκει διακριβοῦσθαι περὶ τῶν διαφερόντων conviene que sean precisos en relación con lo que les deben</i> Isoc.13.6, οὐκ ἂν σφόδρα διακριβώσασθαι περὶ τῶν ἑαυτῷ συμφερόντων; ¿que no habría sido sumamente preciso en cuanto le concernía?</i> Is.3.39, c. ac. de rel. ἀλλὰ τά τε ἄλλα διηκριβοῦτο pero en lo demás era estricto</i> D.C.43.21.4.<br /><b class="num">2</b> [[profundizar]] en un tema διακριβῶσαι γὰρ μεῖζον τοῦ προκειμένου Arist.<i>EN</i> 1178<sup>a</sup>23<br /><b class="num">•</b>en v. med. [[perfeccionarse]] c. ac. de rel. τὴν μὲν σκυτικὴν οὐ πάνυ τι διακριβωσάμενος Alex.Aphr.<i>in SE</i> 40.27.
}}
{{lsm
|lsmtext='''διακρῑβόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, [[εξακριβώνω]], [[εξετάζω]] ή [[συζητώ]] [[κάτι]] [[λεπτομερώς]] ή με [[ακρίβεια]], <i>τι</i>, σε Ξεν. — Παθ., οδηγούμαι στην [[τελειότητα]], σε Αριστ.· διακρῑβωτέον, ρημ. επίθ., πρέπει [[κάποιος]] να εξετάσει λεπτομερειακά, [[εκτενώς]], διεξοδικά, επιμελώς, σε Πλούτ.
}}
}}