διαπρεπής: Difference between revisions

4
(9)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές (AM [[διαπρεπής]], -ές)<br />διακεκριμένος, [[ξεχωριστός]], [[έξοχος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το διαπρεπές</i><br />η [[μεγαλοπρέπεια]].
|mltxt=-ές (AM [[διαπρεπής]], -ές)<br />διακεκριμένος, [[ξεχωριστός]], [[έξοχος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το διαπρεπές</i><br />η [[μεγαλοπρέπεια]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''διαπρεπής:''' -ές ([[πρέπω]]), διακεκριμένος, [[εξαίρετος]], [[επιφανής]], [[ένδοξος]], [[λαμπρός]], σε Θουκ.· <i>τινι</i> ή <i>τι</i>, σε [[κάτι]], σε Ευρ.· <i>τὸ δ</i>., [[μεγαλοπρέπεια]], σε Θουκ.
}}
}}