διαιρετέος: Difference between revisions

3
(9)
(3)
Line 7: Line 7:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (AM [[διαιρετέος]])<br /><b>1.</b> αυτός που οφείλει να διαιρεθεί, να κατατμηθεί<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <b>μαθ.</b> [[ποσότητα]] ή [[αριθμός]] που πρόκειται να διαιρεθεί<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που [[πρέπει]] να του ανοίξουν τη [[φλέβα]].
|mltxt=ο (AM [[διαιρετέος]])<br /><b>1.</b> αυτός που οφείλει να διαιρεθεί, να κατατμηθεί<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <b>μαθ.</b> [[ποσότητα]] ή [[αριθμός]] που πρόκειται να διαιρεθεί<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που [[πρέπει]] να του ανοίξουν τη [[φλέβα]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''διαιρετέος:''' -α, -ον, ρημ. επίθ. του [[διαιρέω]]·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που πρέπει να διαιρεθεί, να τμηθεί, σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> [[διαιρετέον]], πρέπει [[κάποιος]] να διαιρέσει, στον ίδ.
}}
}}