δύσγαμος: Difference between revisions

4
(10)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δύσγαμος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που ατύχησε στον γάμο του<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[γάμος]] [[δύσγαμος]]» — [[άτυχος]] [[γάμος]]<br /><b>3.</b> «δύσγαμον [[αἶσχος]]» — [[προσβολή]] από γάμο που βγήκε σε [[κακό]].
|mltxt=[[δύσγαμος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που ατύχησε στον γάμο του<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[γάμος]] [[δύσγαμος]]» — [[άτυχος]] [[γάμος]]<br /><b>3.</b> «δύσγαμον [[αἶσχος]]» — [[προσβολή]] από γάμο που βγήκε σε [[κακό]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''δύσγᾰμος:''' -ον, αυτός που έχει ατυχή, [[κακό]] γάμο, σε Ευρ.
}}
}}