3,258,334
edits
(10) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[δύσγαμος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που ατύχησε στον γάμο του<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[γάμος]] [[δύσγαμος]]» — [[άτυχος]] [[γάμος]]<br /><b>3.</b> «δύσγαμον [[αἶσχος]]» — [[προσβολή]] από γάμο που βγήκε σε [[κακό]]. | |mltxt=[[δύσγαμος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που ατύχησε στον γάμο του<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[γάμος]] [[δύσγαμος]]» — [[άτυχος]] [[γάμος]]<br /><b>3.</b> «δύσγαμον [[αἶσχος]]» — [[προσβολή]] από γάμο που βγήκε σε [[κακό]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''δύσγᾰμος:''' -ον, αυτός που έχει ατυχή, [[κακό]] γάμο, σε Ευρ. | |||
}} | }} |