δυσεξαπάτητος: Difference between revisions

4
(10)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[δυσεξαπάτητος]], -ον)<br />αυτός που δύσκολα εξαπατάται.
|mltxt=-η, -ο (AM [[δυσεξαπάτητος]], -ον)<br />αυτός που δύσκολα εξαπατάται.
}}
{{lsm
|lsmtext='''δυσεξᾰπάτητος:''' -ον, αυτός που δύσκολα εξαπατάται, σε Πλάτ., Ξεν.
}}
}}