δραπετικός: Difference between revisions

4
(9)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δραπετικός]], -ή, -όν (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή ταιριάζει σε δραπέτη<br /><b>2.</b> (για δούλο) αυτός που παρουσιάζει τάσεις φυγής, [[επιρρεπής]] σε [[δραπέτευση]].
|mltxt=[[δραπετικός]], -ή, -όν (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή ταιριάζει σε δραπέτη<br /><b>2.</b> (για δούλο) αυτός που παρουσιάζει τάσεις φυγής, [[επιρρεπής]] σε [[δραπέτευση]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''δρᾱπετικός:''' -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή ταιριάζει σε δραπέτη, δρ.[[θρίαμβος]], [[θρίαμβος]] δραπέτη δούλου, σε Πλούτ.
}}
}}