εἴργω: Difference between revisions

4
(10)
(4)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εἴργω]] και εἵργω (Α)<br /><b>βλ.</b> [[έργω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[εἴργω]] (<span style="color: red;"><</span> <i>ε</i>-(<i>F</i>)<i>εργω</i>, με προθηματ. <i>ε</i>-) ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>wer</i>-<i>g</i>- «[[κλείνω]], [[εγκλείω]], [[περικλείω]]». Οι διάφοροι τ. του ρήματος εμφανίζονται τόσο με [[ψιλή]] όσο και με [[δασεία]]<br /><b>[[πρβλ]].</b> ενεστ. [[εἴργω]] ([[απείργω]]) και <i>εἵργω</i> ([[καθείργω]]), μέλλ. <i>εἴρξω</i> και <i>εἵρξω</i>, αόρ. <i>ἔρξα</i> <b>(Οδ.)</b>, <i>εἷρξα</i> (<b>Ηρόδ.</b> κ.α.), παθ. αόρ. <i>ἔρχθην</i> <b>(Ιλ.)</b> και <i>εἵρχθην</i>, παρακμ. <i>εἶργμαι</i> <b>(Ξενοφ.)</b> και <i>εἷργμαι</i> <b>(Αριστ.)</b>. Η [[δασύτητα]] ερμηνεύτηκε από τους τύπους του μέλλ. και του αορ., όπου [[έπειτα]] από το αρχικό <i>F</i> ακολουθούσε άηχο <i>ρ</i> σε [[περιβάλλον]] [[πριν]] από άηχο [[σύμφωνο]], δηλ. <i>ἑρκτ</i>-, <i>ερξ</i>-. Στις άλλες ΙΕ γλώσσες δεν υπάρχουν ακριβείς αντίστοιχοι τύποι [[εκτός]] από αβεστ. ευκτ. <i>v∂r∂z</i>-<i>yan</i> «αυτοί θά 'πρεπε να αμπαρώσουν», λιθ. <i>veržiu</i>, <i>veřžti</i> «[[σφίγγω]], [[περιορίζω]], [[πιέζω]]», λατ. <i>urge</i><i>ō</i> «[[πιέζω]]» και διάφοροι άλλοι, οι οποίοι όμως αποκλίνουν σημασιολογικά.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ειρκτή]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ειργμός]], <i>είρξις</i>.
|mltxt=[[εἴργω]] και εἵργω (Α)<br /><b>βλ.</b> [[έργω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[εἴργω]] (<span style="color: red;"><</span> <i>ε</i>-(<i>F</i>)<i>εργω</i>, με προθηματ. <i>ε</i>-) ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>wer</i>-<i>g</i>- «[[κλείνω]], [[εγκλείω]], [[περικλείω]]». Οι διάφοροι τ. του ρήματος εμφανίζονται τόσο με [[ψιλή]] όσο και με [[δασεία]]<br /><b>[[πρβλ]].</b> ενεστ. [[εἴργω]] ([[απείργω]]) και <i>εἵργω</i> ([[καθείργω]]), μέλλ. <i>εἴρξω</i> και <i>εἵρξω</i>, αόρ. <i>ἔρξα</i> <b>(Οδ.)</b>, <i>εἷρξα</i> (<b>Ηρόδ.</b> κ.α.), παθ. αόρ. <i>ἔρχθην</i> <b>(Ιλ.)</b> και <i>εἵρχθην</i>, παρακμ. <i>εἶργμαι</i> <b>(Ξενοφ.)</b> και <i>εἷργμαι</i> <b>(Αριστ.)</b>. Η [[δασύτητα]] ερμηνεύτηκε από τους τύπους του μέλλ. και του αορ., όπου [[έπειτα]] από το αρχικό <i>F</i> ακολουθούσε άηχο <i>ρ</i> σε [[περιβάλλον]] [[πριν]] από άηχο [[σύμφωνο]], δηλ. <i>ἑρκτ</i>-, <i>ερξ</i>-. Στις άλλες ΙΕ γλώσσες δεν υπάρχουν ακριβείς αντίστοιχοι τύποι [[εκτός]] από αβεστ. ευκτ. <i>v∂r∂z</i>-<i>yan</i> «αυτοί θά 'πρεπε να αμπαρώσουν», λιθ. <i>veržiu</i>, <i>veřžti</i> «[[σφίγγω]], [[περιορίζω]], [[πιέζω]]», λατ. <i>urge</i><i>ō</i> «[[πιέζω]]» και διάφοροι άλλοι, οι οποίοι όμως αποκλίνουν σημασιολογικά.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ειρκτή]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ειργμός]], <i>είρξις</i>.
}}
{{lsm
|lsmtext='''εἴργω:''' ή [[εἵργω]], Αττ. αντί προγεν. τύπου [[ἔργω]], βλ. αυτ.
}}
}}