εἶλαρ: Difference between revisions

4
(10)
(4)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εἶλαρ]], το (Α)<br /><b>1.</b> [[φραγμός]]<br /><b>2.</b> [[σκέπη]], [[προπύργιο]].
|mltxt=[[εἶλαρ]], το (Α)<br /><b>1.</b> [[φραγμός]]<br /><b>2.</b> [[σκέπη]], [[προπύργιο]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''εἶλαρ:''' τό, μόνο σε ονομ. και αιτ. ενικ. ([[εἴλω]]), [[σκεπή]], [[καταφύγιο]], [[ασφάλεια]], [[εἶλαρ]] [[νηῶν]] τε καὶ αὐτῶν, [[καταφύγιο]] για [[πλοίο]] και [[πλήρωμα]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>εἶλαρκύματος</i>, [[φράγμα]] [[εναντίον]] των κυμάτων, [[κυματοθραύστης]], σε Ομήρ. Οδ.
}}
}}