Anonymous

ἐκδιαιτάομαι: Difference between revisions

From LSJ
4
(Bailly1_2)
(4)
Line 7: Line 7:
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶμαι;<br />s’écarter de la règle, de l’habitude, <i>avec</i> ἔκ τινος.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], [[διαιτάω]].
|btext=-ῶμαι;<br />s’écarter de la règle, de l’habitude, <i>avec</i> ἔκ τινος.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], [[διαιτάω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐκδιαιτάομαι:''' μέλ. <i>-ήσομαι</i>· Παθ., [[ξεφεύγω]], απομακρύνομαι από τον τρόπο ζωής στον οποίο ήμουν [[συνηθισμένος]], [[αλλάζω]] τις συνήθειές μου, σε Θουκ.
}}
}}