ἐναέριος: Difference between revisions

4
(11)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο (AM [[ἐναέριος]], -ον)<br />αυτός που ζει, βρίσκεται ή γίνεται στον αέρα, ο υψωμένος στον αέρα, [[μετέωρος]] («εναέρια [[συγκοινωνία]]», «[[εναέριος]] [[σιδηρόδρομος]]»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[ουράνιος]]<br /><b>2.</b> [[ψηλός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εναερίως</i><br />[[κατά]] εναέριο τρόπο, με τον αέρα, ανάερα.
|mltxt=-α, -ο (AM [[ἐναέριος]], -ον)<br />αυτός που ζει, βρίσκεται ή γίνεται στον αέρα, ο υψωμένος στον αέρα, [[μετέωρος]] («εναέρια [[συγκοινωνία]]», «[[εναέριος]] [[σιδηρόδρομος]]»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[ουράνιος]]<br /><b>2.</b> [[ψηλός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εναερίως</i><br />[[κατά]] εναέριο τρόπο, με τον αέρα, ανάερα.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐνᾱέριος:''' -ον, αυτός που βρίσκεται στον αέρα, αιωρούμενος, μετεώρος, σε Λουκ.
}}
}}