ἐνένωτο: Difference between revisions

4
(6_14)
(4)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐνένωτο''': -νώκασι, Ἰων. ἀντὶ ἐνενόητο, -νοήκασι, ἴδε [[νοέω]].
|lstext='''ἐνένωτο''': -νώκασι, Ἰων. ἀντὶ ἐνενόητο, -νοήκασι, ἴδε [[νοέω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐνένωτο:''' Ιων. αντί <i>ἐνενόητο</i>, γʹ ενικ. υπερσ. του [[ἐννοέω]].
}}
}}