ἐνδοιάσιμος: Difference between revisions

4
(11)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐνδοιάσιμος]], -ο (Α)<br />[[αμφίβολος]], αυτός που προκαλεί ενδοιασμούς.
|mltxt=[[ἐνδοιάσιμος]], -ο (Α)<br />[[αμφίβολος]], αυτός που προκαλεί ενδοιασμούς.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐνδοιάσιμος:''' -ον, [[αμφίβολος]], [[αβέβαιος]], σε Λουκ.
}}
}}