ἐπιλογίζομαι: Difference between revisions

4
(13)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπιλογίζομαι]] (Α) [[επίλογος]]<br /><b>1.</b> [[σκέπτομαι]], [[αναλογίζομαι]]<br /><b>2.</b> [[υπολογίζω]], [[θεωρώ]] άξιο λόγου<br /><b>3.</b> [[απαγγέλλω]] τον επίλογο ρητορικού λόγου.
|mltxt=[[ἐπιλογίζομαι]] (Α) [[επίλογος]]<br /><b>1.</b> [[σκέπτομαι]], [[αναλογίζομαι]]<br /><b>2.</b> [[υπολογίζω]], [[θεωρώ]] άξιο λόγου<br /><b>3.</b> [[απαγγέλλω]] τον επίλογο ρητορικού λόγου.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐπιλογίζομαι:''' μέλ. Αττ. <i>-λογιοῦμαι</i>, αόρ. αʹ <i>-ελογισάμην</i> και <i>-ελογίσθην</i>· αποθ., [[αναλογίζομαι]], [[συμπεραίνω]], [[ὅτι]]..., σε Ηρόδ.· <i>ἐπ. τι</i>, [[υπολογίζω]] [[κάτι]], σε Ξεν.
}}
}}