ἑρμηνευτικός: Difference between revisions

4
(14)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ἑρμηνευτικός]], -ή, -όν)<br />[[ερμηνευτής]]<br /><b>1.</b> αυτός που ερμηνεύει ο [[αρμόδιος]] για [[ερμηνεία]] («ερμηνευτικά σχόλια»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ερμηνευτική [[δύναμη]]» — η [[δύναμη]] εκφράσεως, το [[δώρο]], το [[τάλαντο]] του ύφους<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ερμηνευτική</i><br />[[ένας]] από τους κλάδους της φιλολογικής επιστήμης που ασχολείται με την [[ερμηνεία]] τών φιλολογικών κειμένων. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ερμηνευτικώς</i> και -<i>ά</i><br />με [[ερμηνεία]], διασαφητικά.
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ἑρμηνευτικός]], -ή, -όν)<br />[[ερμηνευτής]]<br /><b>1.</b> αυτός που ερμηνεύει ο [[αρμόδιος]] για [[ερμηνεία]] («ερμηνευτικά σχόλια»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ερμηνευτική [[δύναμη]]» — η [[δύναμη]] εκφράσεως, το [[δώρο]], το [[τάλαντο]] του ύφους<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ερμηνευτική</i><br />[[ένας]] από τους κλάδους της φιλολογικής επιστήμης που ασχολείται με την [[ερμηνεία]] τών φιλολογικών κειμένων. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ερμηνευτικώς</i> και -<i>ά</i><br />με [[ερμηνεία]], διασαφητικά.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἑρμηνευτικός:''' -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή είναι [[αρμόδιος]] προς [[ερμηνεία]], [[εξηγητικός]], [[διερμηνευτικός]], σε Λουκ.
}}
}}