ἔρρω: Difference between revisions

1,911 bytes added ,  30 December 2018
4
(14)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἔρρω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[πορεύομαι]] ή [[βαδίζω]] [[αργά]] και με κόπο, [[ιδίως]] για τον Ήφαιστο που ήταν [[χωλός]] («αὐτὰρ ὁ ἔρρων [[πλησίον]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />και για τον Οδυσσέα («ἣ μ’ οἴῳ ἔρροντι συνήντετο» — μέ συνάντησε να περιπλανιέμαι [[μόνος]], <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[πηγαίνω]], [[μεταβαίνω]] [[κάπου]]<br /><b>3.</b> [[βαδίζω]] στην [[καταστροφή]], στον όλεθρο («ἔρρων ἐκ [[νηός]]» — πέφτοντας από το [[πλοίο]])<br /><b>4.</b> (στην προστ.) α) χάσου, ξεκουμπίσου, πήγαινε στ’ [[ανάθεμα]] («ἐρρέτω Ἴλιον», <b>Σοφ.</b>)<br />β) <b>φρ.</b> «ἔρρε ὴ ἔρρ’ ἐς [[κόρακας]]» — πήγαινε να σέ φάνε τα κοράκια, [[φεύγα]], γκρεμοτσακίσου)<br /><b>5.</b> (για πρόσωπα και πράγματα) [[χάνομαι]], καταστρέφομαι, εξαφανίζομαι (α. «ἔρρει [[δῆμος]] [[πανώλης]]», <b>Αισχύλ.</b><br />β. «ἔρρει τὰ θεῑα» — χάθηκε ο [[σεβασμός]] στους θεούς).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία [[άποψη]] ανάγεται σε αρχικό τ. <i>Fέρσψω</i>, [[οπότε]] συνδέεται με το λατ. <i>verr</i><i>ō</i> «[[σαρώνω]], [[σκουπίζω]]» και τα αρχ. σλαβ. <i>vĭrxu</i>, <i>vr</i><i>ě</i><i>šti</i> «[[αλωνίζω]]». Πέρα όμως τών σημασιολογικών προβλημάτων, σύμφωνα με την [[άποψη]] αυτή το διπλό -<i>ρρ</i>- ανάγεται σε -<i>ρσ</i>- το οποίο θα έπρεπε να μαρτυρείται στα επικά [[κείμενα]], όπου όμως εμφανίζεται [[επίσης]] διπλό -<i>ρρ</i>-. Εν συνθέσει <b>αρχ.</b> απαντά μόνο στον τύπο της προστακτικής ενεστ. <i>ερρέτω</i> με τα προθήματα <i>αν</i>-, <i>απ</i>-, <i>εισ</i>-, <i>εξ</i>-, <i>περι</i>-].
|mltxt=[[ἔρρω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[πορεύομαι]] ή [[βαδίζω]] [[αργά]] και με κόπο, [[ιδίως]] για τον Ήφαιστο που ήταν [[χωλός]] («αὐτὰρ ὁ ἔρρων [[πλησίον]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />και για τον Οδυσσέα («ἣ μ’ οἴῳ ἔρροντι συνήντετο» — μέ συνάντησε να περιπλανιέμαι [[μόνος]], <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[πηγαίνω]], [[μεταβαίνω]] [[κάπου]]<br /><b>3.</b> [[βαδίζω]] στην [[καταστροφή]], στον όλεθρο («ἔρρων ἐκ [[νηός]]» — πέφτοντας από το [[πλοίο]])<br /><b>4.</b> (στην προστ.) α) χάσου, ξεκουμπίσου, πήγαινε στ’ [[ανάθεμα]] («ἐρρέτω Ἴλιον», <b>Σοφ.</b>)<br />β) <b>φρ.</b> «ἔρρε ὴ ἔρρ’ ἐς [[κόρακας]]» — πήγαινε να σέ φάνε τα κοράκια, [[φεύγα]], γκρεμοτσακίσου)<br /><b>5.</b> (για πρόσωπα και πράγματα) [[χάνομαι]], καταστρέφομαι, εξαφανίζομαι (α. «ἔρρει [[δῆμος]] [[πανώλης]]», <b>Αισχύλ.</b><br />β. «ἔρρει τὰ θεῑα» — χάθηκε ο [[σεβασμός]] στους θεούς).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία [[άποψη]] ανάγεται σε αρχικό τ. <i>Fέρσψω</i>, [[οπότε]] συνδέεται με το λατ. <i>verr</i><i>ō</i> «[[σαρώνω]], [[σκουπίζω]]» και τα αρχ. σλαβ. <i>vĭrxu</i>, <i>vr</i><i>ě</i><i>šti</i> «[[αλωνίζω]]». Πέρα όμως τών σημασιολογικών προβλημάτων, σύμφωνα με την [[άποψη]] αυτή το διπλό -<i>ρρ</i>- ανάγεται σε -<i>ρσ</i>- το οποίο θα έπρεπε να μαρτυρείται στα επικά [[κείμενα]], όπου όμως εμφανίζεται [[επίσης]] διπλό -<i>ρρ</i>-. Εν συνθέσει <b>αρχ.</b> απαντά μόνο στον τύπο της προστακτικής ενεστ. <i>ερρέτω</i> με τα προθήματα <i>αν</i>-, <i>απ</i>-, <i>εισ</i>-, <i>εξ</i>-, <i>περι</i>-].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἔρρω:''' μέλ. <i>ἐρρήσω</i>, αόρ. αʹ [[ἤρρησα]], παρακ. <i>ἤρρηκα</i>·<br /><b class="num">I.</b> κινούμαι [[βραδέως]] και με [[δυσκολία]], [[περιπλανώμαι]], περιφέρομαι, σέρνομαι, σε Ομήρ. Οδ.· λέγεται για [[αργό]], συρτό [[βάδισμα]], από όπου ο Ήφαιστος ονομάζεται <i>ἔρρων</i>, [[χωλός]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[πηγαίνω]] ή [[κατέρχομαι]] για να αφανίσω ή να βλάψω κάποιον, στο ίδ.· ἔρρων ἐκ. [[ναός]], χάθηκε, έπεσε από το [[καράβι]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> προστ. <i>ἔρρε</i>, Λατ. [[abi]] in malam rem, χάσου! τσακίσου! [[φύγε]]!, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· ομοίως, <i>ἔρροις</i>, σε Ευρ.· στον πληθ., <i>ἔρρετε</i>, σε Ομήρ. Ιλ.· και στο γʹ ενικ. <i>ἐρρέτω</i>, χάσου από εδώ!, σε Όμηρ.· ἐρρέτω [[Ἴλιον]], αλώθηκε, έπεσε η [[Τροία]]! σε Σοφ.· <i>ἔρρ' ἐς [[κόρακας]]</i>, Λατ. pasce corvos, πήγαινε να πνιγείς! χάσου!, σε Αριστοφ.· ομοίως, <i>οὐκ ἐρρήσετε</i>· οὐκ ἐς [[κόρακος]] ἐρρήσετε, στον ίδ.<br /><b class="num">3.</b> στην Αττ., λέγεται για πρόσωπα και πράγματα, [[χάνομαι]], εξαφανίζομαι, καταστρέφομαι, σε Τραγ.· ἐξ οἵων [[καλῶν]] ἔρρεις, από ποια [[ευτυχία]] έχεις εσύ καταπέσει, σε Ευρ.· [[ἔρρει]] τὰ ἐμὰ πράγματα, Λατ. [[actum]] est de me!, σε Ξεν.
}}
}}