ἑτερόζηλος: Difference between revisions

4
(14)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἑτερόζηλος]], -ον (ΑΜ)<br />αυτός που έχει υπερβολικό ζήλο [[υπέρ]] του ενός μέρους, ο [[μεροληπτικός]]<br /><b>μσν.</b><br />(για [[πλάστιγγα]]) αυτός που κλίνει [[προς]] το ένα [[μέρος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο αφοσιωμένος σε [[άλλη]] [[επιδίωξη]], αυτός που στρέφει τον ζήλο του σε διαφορετικά πράγματα<br /><b>2.</b> αυτός που έχει διαφορετικές τάσεις ή ορέξεις. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἑτεροζήλως</i><br />άδικα, μεροληπτικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ετερο</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ζήλος]]].
|mltxt=[[ἑτερόζηλος]], -ον (ΑΜ)<br />αυτός που έχει υπερβολικό ζήλο [[υπέρ]] του ενός μέρους, ο [[μεροληπτικός]]<br /><b>μσν.</b><br />(για [[πλάστιγγα]]) αυτός που κλίνει [[προς]] το ένα [[μέρος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο αφοσιωμένος σε [[άλλη]] [[επιδίωξη]], αυτός που στρέφει τον ζήλο του σε διαφορετικά πράγματα<br /><b>2.</b> αυτός που έχει διαφορετικές τάσεις ή ορέξεις. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἑτεροζήλως</i><br />άδικα, μεροληπτικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ετερο</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ζήλος]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἑτερόζηλος:''' -ον, <b class="num">I.</b> αυτός που ρέπει προς το ένα [[μέρος]], [[μεροληπτικός]], αυτός που κλίνει προς ένα [[μέρος]], λέγεται για [[ισορροπία]], [[ζυγαριά]], [[πλάστιγγα]]· επίρρ. <i>-λως</i>, αδίκως, σε Ησίοδ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που επιδίδεται με ζήλο στην [[κατάκτηση]] μιας άλλης τέχνης, σε Ανθ.
}}
}}