εὐαπόβατος: Difference between revisions

4
(14)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὐαπόβατος]], -ον (Α)<br />αυτός στον οποίο εύκολα [[κάποιος]] μπορεί να κάνει [[απόβαση]] («τὴν νῆσον εὐαποβατωτέραν οὖσαν», <b>Θουκ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>απο</i>-[[βαίνω]]].
|mltxt=[[εὐαπόβατος]], -ον (Α)<br />αυτός στον οποίο εύκολα [[κάποιος]] μπορεί να κάνει [[απόβαση]] («τὴν νῆσον εὐαποβατωτέραν οὖσαν», <b>Θουκ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>απο</i>-[[βαίνω]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''εὐαπόβᾰτος:''' -ον ([[ἀποβαίνω]]), αυτός που είναι [[εύκολος]] στην [[απόβαση]], [[κατάλληλος]], [[πρόσφορος]] για [[αποβίβαση]], για [[προσεδάφιση]], σε Θουκ.
}}
}}