εὐσύμβολος: Difference between revisions

4
(15)
(4)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὐσύμβολος]] και εὐξύμβολος, -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που μαντεύεται ή εξηγείται εύκολα («εὐξύμβολον τόδ' ἐστὶ παντὶ δοξάσαι», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που προμηνύει [[κάτι]] καλό, ο [[ευοίωνος]], ο [[αίσιος]]<br /><b>3.</b> [[έντιμος]] στις συναλλαγές<br /><b>4.</b> αυτός με τον οποίο μπορεί [[κάποιος]] να έλθει σε συμβιβασμό εύκολα ανάλογα με τις συνθήκες («εὐξύμβολοι δίκαι» — δίκες στις οποίες παρέχεται εύκολη [[διαιτησία]], <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>5.</b> αυτός που συνεισφέρει τη [[συμβολή]] του εύκολα. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εὐσυμβόλως</i> (Α)<br />με τρόπο ευοίωνο, αίσια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>σύμ</i>-<i>βολον</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>συμ</i>-[[βάλλω]])].
|mltxt=[[εὐσύμβολος]] και εὐξύμβολος, -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που μαντεύεται ή εξηγείται εύκολα («εὐξύμβολον τόδ' ἐστὶ παντὶ δοξάσαι», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που προμηνύει [[κάτι]] καλό, ο [[ευοίωνος]], ο [[αίσιος]]<br /><b>3.</b> [[έντιμος]] στις συναλλαγές<br /><b>4.</b> αυτός με τον οποίο μπορεί [[κάποιος]] να έλθει σε συμβιβασμό εύκολα ανάλογα με τις συνθήκες («εὐξύμβολοι δίκαι» — δίκες στις οποίες παρέχεται εύκολη [[διαιτησία]], <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>5.</b> αυτός που συνεισφέρει τη [[συμβολή]] του εύκολα. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εὐσυμβόλως</i> (Α)<br />με τρόπο ευοίωνο, αίσια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>σύμ</i>-<i>βολον</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>συμ</i>-[[βάλλω]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''εὐσύμβολος:''' αρχ. Αττ. εὐ-ξύμβ-, -ον,<br /><b class="num">I.</b> αυτός που εύκολα μαντεύεται ή γίνεται [[αντιληπτός]] (πρβλ. [[συμβάλλω]] III), σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> [[εύκολος]] στις συναλλαγές, [[τίμιος]], [[ακέραιος]], σε Ξεν.<br /><b class="num">III.</b> ([[σύμβολον]]), αυτός που παρέχει καλό οιωνό, [[ευοίωνος]], σε Πλούτ.
}}
}}