εὐτράπελος: Difference between revisions

4
(15)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὐτράπελος]], -ον Μ και εὐτράπηλος, -ον)<br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που αστειεύεται χαριτωμένα, με [[ευφυΐα]], ο [[πνευματώδης]], ο [[χαριτολόγος]]<br /><b>2.</b> [[γελοίος]] (α. «εὐτράπελόν ἐστι» β. «αυτά που λες [[είναι]] ευτράπελα»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για λόγο, [[ενέργεια]] ή [[κατάσταση]]) [[φαιδρός]], [[αστείος]] («ευτράπελο [[διήγημα]]»)<br /><b>2.</b> (το ουδ, ως ουσ.) <i>τo εὐτράπελο</i><br />η [[φαιδρότητα]], η [[γελοιότητα]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b>, <i>τὸ εὐτράπελον</i><br />η [[ευτραπελία]]<br /><b>2.</b> [[ευκίνητος]], [[επιδέξιος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για τους Αθηναίους) αυτός που τρέπεται εύκολα, που μεταβάλλεται εύκολα, ο [[αγχίστροφος]]<br /><b>2.</b> (για πιθήκους) [[ευκίνητος]], [[ελαφρός]]<br /><b>3.</b> (με κακή σημ.) [[βωμολόχος]], [[φλύαρος]], [[σκωπτικός]]<br /><b>4.</b> [[δόλιος]], [[πανούργος]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «[[λόγος]] [[εὐτράπελος]]» — [[εύστροφος]], αυτός που γίνεται με [[ετοιμότητα]] για [[υπεράσπιση]] ή [[δικαιολογία]] ενέργειας ή αποφάσεως<br />β) «εὐτράπελα κέρδη» — η απατηλή [[κολακεία]] που γίνεται από [[αγάπη]] για το [[κέρδος]] («μὴ δολωθῇς εὐτραπέλοις κέρδεσσι», <b>Πίνδ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εὐτραπέλως</i> (Α)<br />[[επιδέξια]], με [[ετοιμότητα]], [[χωρίς]] [[δυσκολία]] ή [[σκαιότητα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> αοριστικό θ. <i>τραπ</i>- του ρ. [[τρέπω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>λο</i>- ([[κατά]] τα <i>ευπέμπε</i>-<i>λος</i>, <i>ευτρόχα</i>-<i>λος</i>).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ευτραπελία]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ευτραπελεύομαι]], [[ευτραπελίζομαι]]].
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὐτράπελος]], -ον Μ και εὐτράπηλος, -ον)<br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που αστειεύεται χαριτωμένα, με [[ευφυΐα]], ο [[πνευματώδης]], ο [[χαριτολόγος]]<br /><b>2.</b> [[γελοίος]] (α. «εὐτράπελόν ἐστι» β. «αυτά που λες [[είναι]] ευτράπελα»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για λόγο, [[ενέργεια]] ή [[κατάσταση]]) [[φαιδρός]], [[αστείος]] («ευτράπελο [[διήγημα]]»)<br /><b>2.</b> (το ουδ, ως ουσ.) <i>τo εὐτράπελο</i><br />η [[φαιδρότητα]], η [[γελοιότητα]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b>, <i>τὸ εὐτράπελον</i><br />η [[ευτραπελία]]<br /><b>2.</b> [[ευκίνητος]], [[επιδέξιος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για τους Αθηναίους) αυτός που τρέπεται εύκολα, που μεταβάλλεται εύκολα, ο [[αγχίστροφος]]<br /><b>2.</b> (για πιθήκους) [[ευκίνητος]], [[ελαφρός]]<br /><b>3.</b> (με κακή σημ.) [[βωμολόχος]], [[φλύαρος]], [[σκωπτικός]]<br /><b>4.</b> [[δόλιος]], [[πανούργος]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «[[λόγος]] [[εὐτράπελος]]» — [[εύστροφος]], αυτός που γίνεται με [[ετοιμότητα]] για [[υπεράσπιση]] ή [[δικαιολογία]] ενέργειας ή αποφάσεως<br />β) «εὐτράπελα κέρδη» — η απατηλή [[κολακεία]] που γίνεται από [[αγάπη]] για το [[κέρδος]] («μὴ δολωθῇς εὐτραπέλοις κέρδεσσι», <b>Πίνδ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εὐτραπέλως</i> (Α)<br />[[επιδέξια]], με [[ετοιμότητα]], [[χωρίς]] [[δυσκολία]] ή [[σκαιότητα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> αοριστικό θ. <i>τραπ</i>- του ρ. [[τρέπω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>λο</i>- ([[κατά]] τα <i>ευπέμπε</i>-<i>λος</i>, <i>ευτρόχα</i>-<i>λος</i>).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ευτραπελία]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ευτραπελεύομαι]], [[ευτραπελίζομαι]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''εὐτράπελος:''' -ον ([[τρέπω]]),·<br /><b class="num">1.</b> αυτός που εύκολα μεταστρέφεται ή αλλάζει, [[λόγος]] εὐτρ., [[επιδέξιος]], δεξιοτεχνικός, [[αριστοτεχνικός]], [[απολογητικός]] [[λόγος]], [[απολογία]], σε Αριστοφ.· επίρρ. <i>-λως</i>, με [[επιδεξιότητα]], [[χωρίς]] [[αδεξιότητα]] ή [[δυσκολία]], σε Θουκ. <b>2. α)</b> [[έτοιμος]] προς [[απάντηση]], [[ευφυής]], [[πνευματώδης]], Λατ. lepitus, σε Αριστ. <b>β)</b> με αρνητική [[σημασία]], [[σκωπτικός]], [[φλύαρος]], [[αισχρός]], [[πρόστυχος]], σε Ισοκρ.<br /><b class="num">3.</b> [[πανούργος]], [[δόλιος]], ανέντιμος, [[κακοήθης]], σε Πίνδ.
}}
}}