Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἡμίγυμνος: Difference between revisions

From LSJ

Χθὼν πάντα κομίζει καὶ πάλιν κομίζεται → Nam terra donat ac resorbet omnia → Die Erde alles bringt, sich wieder alles nimmt

Menander, Monostichoi, 539
(16)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἡμίγυμνος]], -ον)<br />ο εν μέρει [[γυμνός]], [[μισόγυμνος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ημίγυμνο</i><br />η [[κατάσταση]] του ημίγυμνου.
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἡμίγυμνος]], -ον)<br />ο εν μέρει [[γυμνός]], [[μισόγυμνος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ημίγυμνο</i><br />η [[κατάσταση]] του ημίγυμνου.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἡμίγυμνος:''' -ον, μισοντυμένος, [[ημίγυμνος]], σε Λουκ.· ομοίως, <i>ἡμιγύναιος</i>, <i>-ον</i>, σε Σουΐδ.· [[ἡμίγυνος]], <i>-ον</i>, σε Συνέσ.
}}
}}

Revision as of 23:16, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡμίγυμνος Medium diacritics: ἡμίγυμνος Low diacritics: ημίγυμνος Capitals: ΗΜΙΓΥΜΝΟΣ
Transliteration A: hēmígymnos Transliteration B: hēmigymnos Transliteration C: imigymnos Beta Code: h(mi/gumnos

English (LSJ)

ον,

   A half-naked, Luc.DMar.14.3, Arr.Ind.24.8.

German (Pape)

[Seite 1167] halb nackt, Luc. D. Mar. 14, 3 u. öfter.

Greek (Liddell-Scott)

ἡμίγυμνος: -ον, κατὰ τὸ ἥμισυ γυμνός, Λουκ. Ἐναλ. Διαλ. 14. 3, Ἀρριαν. Ἰνδ. 24. 8.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à moitié nu.
Étymologie: ἡμι-, γυμνός.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἡμίγυμνος, -ον)
ο εν μέρει γυμνός, μισόγυμνος
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το ημίγυμνο
η κατάσταση του ημίγυμνου.

Greek Monotonic

ἡμίγυμνος: -ον, μισοντυμένος, ημίγυμνος, σε Λουκ.· ομοίως, ἡμιγύναιος, -ον, σε Σουΐδ.· ἡμίγυνος, -ον, σε Συνέσ.