ἡμίγυμνος: Difference between revisions

4
(16)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἡμίγυμνος]], -ον)<br />ο εν μέρει [[γυμνός]], [[μισόγυμνος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ημίγυμνο</i><br />η [[κατάσταση]] του ημίγυμνου.
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἡμίγυμνος]], -ον)<br />ο εν μέρει [[γυμνός]], [[μισόγυμνος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ημίγυμνο</i><br />η [[κατάσταση]] του ημίγυμνου.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἡμίγυμνος:''' -ον, μισοντυμένος, [[ημίγυμνος]], σε Λουκ.· ομοίως, <i>ἡμιγύναιος</i>, <i>-ον</i>, σε Σουΐδ.· [[ἡμίγυνος]], <i>-ον</i>, σε Συνέσ.
}}
}}