εὔχιλος: Difference between revisions

4
(15)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὔχιλος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει πλούσια [[χλόη]], άφθονο [[χορτάρι]]<br /><b>2.</b> (για ζώα και [[κυρίως]] άλογα) αυτός που τρέφεται καλά με χόρτα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[χιλός]] «[[φρέσκο]] [[χόρτο]]»].
|mltxt=[[εὔχιλος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει πλούσια [[χλόη]], άφθονο [[χορτάρι]]<br /><b>2.</b> (για ζώα και [[κυρίως]] άλογα) αυτός που τρέφεται καλά με χόρτα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[χιλός]] «[[φρέσκο]] [[χόρτο]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''εὔχῑλος:''' -ον, λέγεται για [[άλογο]], αυτό που τρέφεται [[καλά]], σε Ξεν.
}}
}}