3,274,795
edits
(17) |
(4) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />-ή, -ό (ΑΜ [[θερμός]], -ή, -όν, Α θηλ. και [[θερμός]])<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[θερμοκρασία]] υψηλή ή ανώτερη από τη [[θερμοκρασία]] του περιβάλλοντος, ο [[ζεστός]] (α. «θερμές χώρες» — οι τροπικές χώρες<br />β. «θερμά λουτρά»)<br /><b>2.</b> αυτός που χαρακτηρίζεται από ισχυρή [[ενέργεια]], [[συγκίνηση]] ή [[μεγάλη]] [[ζωηρότητα]], ο [[έντονος]], ο [[εκδηλωτικός]] (α. «θερμή [[γυναίκα]]» — η [[γυναίκα]] που [[είναι]] διαχυτική και εκδηλωτική στον έρωτα<br />β. «[[θερμός]] [[άνθρωπος]]» — ο [[άνθρωπος]] που εκδηλώνει με [[ζωηρότητα]] τα αισθήματα του<br />γ. «θερμήν ἐπὶ ψυχροῑσι καρδίαν ἔχεις», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το θερμό</i>(<i>ν</i>)<br />το ζεστό [[νερό]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει την [[ιδιότητα]] να διατηρεί τη [[θερμότητα]] ή αυτός που περιβάλλει με [[θερμότητα]] («θερμό [[δωμάτιο]]»)<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[θερμός]]<br />α) θερμό [[νερό]] για [[πλύσιμο]] ρούχων ή για [[λουτρό]]<br />β) η [[αλισίβα]], το [[σταχτόνερο]]<br /><b>4.</b> <b>γεωλ.</b> <b>φρ.</b> «θερμή [[πηγή]]» — [[σημείο]] εξόδου θερμού υπόγειου νερού στη γήινη [[επιφάνεια]], η [[θερμοκρασία]] του οποίου [[είναι]] μεγαλύτερη από τη [[μέση]] [[θερμοκρασία]] τών ισημερινών περιοχών<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />αυτός που εκφράζει ζωηρά και ειλικρινή αισθήματα, ο [[εγκάρδιος]] (α. «θερμή [[παράκληση]]» β. «θερμά [[συγχαρητήρια]]»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «θερμή αντίληψις» — ζωηρό [[ενδιαφέρον]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[θερμόαιμος]], [[εμπαθής]] («ναύταισι θερμοῑς», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[πρόσφατος]] («γάμοι θερμοί», Φιλόστρ.)<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τo θερμόν</i><br />α) η [[θερμότητα]], η [[ζέστη]]<br />β) η [[χάρη]], η [[εύνοια]] («[[εὗρον]] θερμὸν ἐν ἐρήμῳ», ΠΔ). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>θερμώς</i> και -<i>ά</i> (ΑΜ θερμῶς)<br />με θερμό τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[θερμός]] αντιστοιχεί επακριβώς στο αρμ. <i>jerm</i> με την [[ίδια]] σημ. και ανάγεται σε ΙE <i>g</i><sup>w</sup><i>hermo</i>- <span style="color: red;"><</span> ΙΕ [[ρίζα]] <i>g</i><sup>w</sup><i>her</i>- «[[θερμός]], [[ζεστός]]» (<b>[[πρβλ]].</b> [[θέρος]], <i>θέρομαι</i>). Τα αρχ. ινδ. <i>gharma</i>-, αρχ. πρωσ. <i>gorme</i> «[[ζέστη]]» έχουν σχηματιστεί με την ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] ρίζας (<span style="color: red;"><</span> <i>g</i><sup>w</sup><i>hormo</i>-), η οποία απαντά και στο λατ. <i>formus</i> «[[θερμός]]». Σε ορισμένες ινδοευρωπαϊκές γλώσσες υπάρχουν δύο λέξεις για να δηλώσουν τη σημ. «[[θερμός]], [[ζεστός]]», ανάλογα με τον βαθμό θερμότητας (<b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. <i>hot</i> «πολύ [[θερμός]], [[καυτός]]», <i>warm</i> «[[μετρίως]] [[θερμός]], [[υπόθερμος]]»), [[πράγμα]] που προέρχεται από τις γερμανικές και βαλτοσλαβικές γλώσσες. Στις περισσότερες, όμως, γλώσσες η [[διάκριση]] αυτή δεν υφίσταται. Εξάλλου, αν ληφθεί υπ' όψιν το [[γεγονός]] ότι η εξαιρετικά [[μεγάλη]] [[θερμότητα]] και το [[ψύχος]] (π.χ. ένα καυτό [[σίδερο]] και ένα [[κομμάτι]] πάγου) προκαλούν την [[ίδια]] [[αίσθηση]], [[είναι]] πιθανό ότι μια [[ομάδα]] λέξεων με τη σημ. «[[ζεστός]]» να συνδέεται με μια αντίστοιχη με τη σημ. «[[κρύος]]». Στη Νέα Ελληνική χρησιμοποιούνται τόσο το επίθ. [[ζεστός]], το οποίο στην Αρχαία σήμαινε «βρασμένος, [[βραστός]]» (<span style="color: red;"><</span> <i>ζέω</i> «[[βράζω]]»), όσο και το [[θερμός]], όχι όμως με την [[ίδια]] [[συχνότητα]] και στα [[ίδια]] φραστικά περιβάλλοντα. Εκτός από ορισμένες κοινές χρήσεις, π.χ. <i>θερμό [[κλίμα]] - <i>ζεστό [[κλίμα]], <i>θερμή [[μέρα]] - <i>ζεστή [[μέρα]] κ.λπ., το [[θερμός]] μεταφορικά χρησιμοποιείται σε στερεότυπες εκφράσεις, π.χ. <i>θερμά [[συγχαρητήρια]] - <i>θερμά συλλυπητήρια</i>, και ως δηλωτικό συναισθηματικών καταστάσεων (π.χ. <i>θερμή [[επιστολή]], <i>θερμή [[παράκληση]], <i>θερμή [[υποδοχή]], <i>θερμή [[γυναίκα]] κ.ά). Ως εκ τούτου η [[χρήση]] του [[είναι]] πιο σπάνια. Εν αντιθέσει, το [[ζεστός]] έχει [[σχεδόν]] αντικαταστήσει το [[θερμός]] στην κυριολεκτική, εν μέρει δε και στη μεταφορική του [[χρήση]]. Για το [[θερμός]] ως α' συνθ. <b>βλ.</b> <i>θερμ</i>(<i>ο</i>)-.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[θερμαίνω]], [[θερμότητα]] (-<i>της</i>), [[θερμώ]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[θερμηρός]], [[θέρμητρον]], [[θερμώδης]], [[θερμωλή]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[θερμάζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[θερμούτσικος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Β' συνθετικό) [[αυτόθερμος]], [[ομοιόθερμος]], [[υπέρθερμος]], [[υπόθερμος]], [[φιλόθερμος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>απόθερμος</i>, [[διάθερμος]], [[εύθερμος]], [[κατάθερμος]], [[ολιγόθερμος]], [[παράθερμος]], [[περίθερμος]], [[πολύθερμος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αερόθερμος]], [[γεώθερμος]], [[ιδιόθερμος]], [[ισόθερμος]], <i>ολόθερμος</i>, [[ποικιλόθερμος]]].———————— <b>(II)</b><br />το<br />το [[δοχείο]] που διατηρεί τη [[θερμοκρασία]], ο [[θέρμος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[θέρμος]] (ΙΙ)]. | |mltxt=<b>(I)</b><br />-ή, -ό (ΑΜ [[θερμός]], -ή, -όν, Α θηλ. και [[θερμός]])<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[θερμοκρασία]] υψηλή ή ανώτερη από τη [[θερμοκρασία]] του περιβάλλοντος, ο [[ζεστός]] (α. «θερμές χώρες» — οι τροπικές χώρες<br />β. «θερμά λουτρά»)<br /><b>2.</b> αυτός που χαρακτηρίζεται από ισχυρή [[ενέργεια]], [[συγκίνηση]] ή [[μεγάλη]] [[ζωηρότητα]], ο [[έντονος]], ο [[εκδηλωτικός]] (α. «θερμή [[γυναίκα]]» — η [[γυναίκα]] που [[είναι]] διαχυτική και εκδηλωτική στον έρωτα<br />β. «[[θερμός]] [[άνθρωπος]]» — ο [[άνθρωπος]] που εκδηλώνει με [[ζωηρότητα]] τα αισθήματα του<br />γ. «θερμήν ἐπὶ ψυχροῑσι καρδίαν ἔχεις», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το θερμό</i>(<i>ν</i>)<br />το ζεστό [[νερό]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει την [[ιδιότητα]] να διατηρεί τη [[θερμότητα]] ή αυτός που περιβάλλει με [[θερμότητα]] («θερμό [[δωμάτιο]]»)<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[θερμός]]<br />α) θερμό [[νερό]] για [[πλύσιμο]] ρούχων ή για [[λουτρό]]<br />β) η [[αλισίβα]], το [[σταχτόνερο]]<br /><b>4.</b> <b>γεωλ.</b> <b>φρ.</b> «θερμή [[πηγή]]» — [[σημείο]] εξόδου θερμού υπόγειου νερού στη γήινη [[επιφάνεια]], η [[θερμοκρασία]] του οποίου [[είναι]] μεγαλύτερη από τη [[μέση]] [[θερμοκρασία]] τών ισημερινών περιοχών<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />αυτός που εκφράζει ζωηρά και ειλικρινή αισθήματα, ο [[εγκάρδιος]] (α. «θερμή [[παράκληση]]» β. «θερμά [[συγχαρητήρια]]»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «θερμή αντίληψις» — ζωηρό [[ενδιαφέρον]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[θερμόαιμος]], [[εμπαθής]] («ναύταισι θερμοῑς», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[πρόσφατος]] («γάμοι θερμοί», Φιλόστρ.)<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τo θερμόν</i><br />α) η [[θερμότητα]], η [[ζέστη]]<br />β) η [[χάρη]], η [[εύνοια]] («[[εὗρον]] θερμὸν ἐν ἐρήμῳ», ΠΔ). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>θερμώς</i> και -<i>ά</i> (ΑΜ θερμῶς)<br />με θερμό τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[θερμός]] αντιστοιχεί επακριβώς στο αρμ. <i>jerm</i> με την [[ίδια]] σημ. και ανάγεται σε ΙE <i>g</i><sup>w</sup><i>hermo</i>- <span style="color: red;"><</span> ΙΕ [[ρίζα]] <i>g</i><sup>w</sup><i>her</i>- «[[θερμός]], [[ζεστός]]» (<b>[[πρβλ]].</b> [[θέρος]], <i>θέρομαι</i>). Τα αρχ. ινδ. <i>gharma</i>-, αρχ. πρωσ. <i>gorme</i> «[[ζέστη]]» έχουν σχηματιστεί με την ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] ρίζας (<span style="color: red;"><</span> <i>g</i><sup>w</sup><i>hormo</i>-), η οποία απαντά και στο λατ. <i>formus</i> «[[θερμός]]». Σε ορισμένες ινδοευρωπαϊκές γλώσσες υπάρχουν δύο λέξεις για να δηλώσουν τη σημ. «[[θερμός]], [[ζεστός]]», ανάλογα με τον βαθμό θερμότητας (<b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. <i>hot</i> «πολύ [[θερμός]], [[καυτός]]», <i>warm</i> «[[μετρίως]] [[θερμός]], [[υπόθερμος]]»), [[πράγμα]] που προέρχεται από τις γερμανικές και βαλτοσλαβικές γλώσσες. Στις περισσότερες, όμως, γλώσσες η [[διάκριση]] αυτή δεν υφίσταται. Εξάλλου, αν ληφθεί υπ' όψιν το [[γεγονός]] ότι η εξαιρετικά [[μεγάλη]] [[θερμότητα]] και το [[ψύχος]] (π.χ. ένα καυτό [[σίδερο]] και ένα [[κομμάτι]] πάγου) προκαλούν την [[ίδια]] [[αίσθηση]], [[είναι]] πιθανό ότι μια [[ομάδα]] λέξεων με τη σημ. «[[ζεστός]]» να συνδέεται με μια αντίστοιχη με τη σημ. «[[κρύος]]». Στη Νέα Ελληνική χρησιμοποιούνται τόσο το επίθ. [[ζεστός]], το οποίο στην Αρχαία σήμαινε «βρασμένος, [[βραστός]]» (<span style="color: red;"><</span> <i>ζέω</i> «[[βράζω]]»), όσο και το [[θερμός]], όχι όμως με την [[ίδια]] [[συχνότητα]] και στα [[ίδια]] φραστικά περιβάλλοντα. Εκτός από ορισμένες κοινές χρήσεις, π.χ. <i>θερμό [[κλίμα]] - <i>ζεστό [[κλίμα]], <i>θερμή [[μέρα]] - <i>ζεστή [[μέρα]] κ.λπ., το [[θερμός]] μεταφορικά χρησιμοποιείται σε στερεότυπες εκφράσεις, π.χ. <i>θερμά [[συγχαρητήρια]] - <i>θερμά συλλυπητήρια</i>, και ως δηλωτικό συναισθηματικών καταστάσεων (π.χ. <i>θερμή [[επιστολή]], <i>θερμή [[παράκληση]], <i>θερμή [[υποδοχή]], <i>θερμή [[γυναίκα]] κ.ά). Ως εκ τούτου η [[χρήση]] του [[είναι]] πιο σπάνια. Εν αντιθέσει, το [[ζεστός]] έχει [[σχεδόν]] αντικαταστήσει το [[θερμός]] στην κυριολεκτική, εν μέρει δε και στη μεταφορική του [[χρήση]]. Για το [[θερμός]] ως α' συνθ. <b>βλ.</b> <i>θερμ</i>(<i>ο</i>)-.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[θερμαίνω]], [[θερμότητα]] (-<i>της</i>), [[θερμώ]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[θερμηρός]], [[θέρμητρον]], [[θερμώδης]], [[θερμωλή]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[θερμάζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[θερμούτσικος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Β' συνθετικό) [[αυτόθερμος]], [[ομοιόθερμος]], [[υπέρθερμος]], [[υπόθερμος]], [[φιλόθερμος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>απόθερμος</i>, [[διάθερμος]], [[εύθερμος]], [[κατάθερμος]], [[ολιγόθερμος]], [[παράθερμος]], [[περίθερμος]], [[πολύθερμος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αερόθερμος]], [[γεώθερμος]], [[ιδιόθερμος]], [[ισόθερμος]], <i>ολόθερμος</i>, [[ποικιλόθερμος]]].———————— <b>(II)</b><br />το<br />το [[δοχείο]] που διατηρεί τη [[θερμοκρασία]], ο [[θέρμος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[θέρμος]] (ΙΙ)]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''θερμός:''' -ή, -όν και -ος, -ον ([[θέρω]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> [[ζεστός]], [[θερμός]], <i>θερμὰ λουτρά</i>, σε Όμηρ.· λέγεται για δάκρυα, στον ίδ., κ.λπ.<br /><b class="num">II. 1.</b> μεταφ., [[θερμός]], [[ζωηρός]], [[ορμητικός]], [[διαχυτικός]], όπως το Λατ. [[calidus]], σε Αισχύλ., Αριστοφ., κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που είναι [[ακόμα]] [[ζεστός]], [[φρέσκος]], <i>ἴχνη</i>, σε Ανθ. Π.<br /><b class="num">III. 1.</b> τὸ θερμόν = [[θερμότης]], [[ζέστη]], [[θερμότητα]], Λατ. [[calor]], σε Ηρόδ., Πλάτ., κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> <i>θερμὸν</i> (ενν. [[ὕδωρ]]), <i>τό</i>, ζεστό [[νερό]], θερμῷ [[λοῦσθαι]], σε Αριστοφ.<br /><b class="num">3.</b> <i>τὰ θερμὰ</i> (ενν. <i>χωρία</i>), σε Ηρόδ., [[αλλά]] (ενν. <i>λουτρά</i>), τα θερμά λουτρά, σε Ξεν.<br /><b class="num">IV.</b>επίρρ. <i>-μῶς</i>, σε Πλάτ. | |||
}} | }} |