καλλιπάρθενος: Difference between revisions

5
(18)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καλλιπάρθενος]], -ον (AM)<br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ [[καλλιπάρθενος]]<br />η ωραία [[παρθένα]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που έχει ωραίες νύμφες («Νείλου μὲν αἵδε καλλιπάρθενοι ῥοαί», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καλλ</i>(<i>ι</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[παρθένος]].
|mltxt=[[καλλιπάρθενος]], -ον (AM)<br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ [[καλλιπάρθενος]]<br />η ωραία [[παρθένα]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που έχει ωραίες νύμφες («Νείλου μὲν αἵδε καλλιπάρθενοι ῥοαί», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καλλ</i>(<i>ι</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[παρθένος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''καλλιπάρθενος:''' -ον, αυτός που έχει ωραίες νύμφες, σε Ευρ.· <i>δέρηκ</i>., λοιμοί καλών παρθένων, στον ίδ.
}}
}}