καταφονεύω: Difference between revisions

5
(19)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καταφονεύω]] (Α)<br />(επιτ. τ. του [[φονεύω]]) [[σκοτώνω]] με άγριο τρόπο, [[κατασφάζω]].
|mltxt=[[καταφονεύω]] (Α)<br />(επιτ. τ. του [[φονεύω]]) [[σκοτώνω]] με άγριο τρόπο, [[κατασφάζω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''καταφονεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[φονεύω]], [[σφαγιάζω]], σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.
}}
}}