κέλευθος: Difference between revisions

5
(20)
(5)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κέλευθος]], ἡ, ο πληθ. και κέλευθα, τὰ (Α)<br /><b>1.</b> [[δρόμος]], [[οδός]], [[ατραπός]]<br /><b>2.</b> [[πορεία]], [[οδοιπορία]], [[ταξίδι]] σε [[στεριά]] ή [[θάλασσα]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> ο [[ανοιχτός]] [[δρόμος]] ενέργειας, ο [[τρόπος]] πράξης («ἔργων κέλευθον ἄν καθαράν», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>4.</b> μακρινό [[ταξίδι]], [[μεγάλη]] [[απόσταση]] («πολλή [[κέλευθος]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>5.</b> [[εκστρατεία]] («χρόνῳ μὲν ἀγρεῑ Πριάμου πόλιν ἅδε [[κέλευθος]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>6.</b> ο [[τρόπος]] του βαδίσματος, το [[βάδισμα]] («τετράπουν μιμήσομαι λύκου κέλευθον», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>7.</b> <b>μτφ.</b> ο [[τρόπος]] ζωής («βίου κέλευθον ἄθεον, ἄδικον», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κέλευ</i>-<i>θος</i>. Η λ. συνδέεται πιθ. με το [[κελεύω]], αν και υπάρχει σημασιολογική [[διαφορά]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>άγω</i>-[[αγυιά]] «[[δρόμος]]», γερμ. <i>bewegen</i>- <i>Weg</i> «[[παρακινώ]]<br />[[δρόμος]]») και εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>θος</i>, το οποίο μπορεί να ερμηνευθεί αν ο τ. θεωρηθεί [[προϊόν]] συμφυρμού του [[κελεύω]] με θ. <i>ελευθ</i>- (του <i>ελεύσομαι</i>). Επίσης πιθ. να συνδέεται με λιθουαν. <i>keli</i><i>ū</i><i>ta</i>, <i>k</i><i>ē</i><i>li</i>-<i>as</i> «[[δρόμος]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[κελεύθειος]], <i>κελεύθεια</i>, [[κελευθήτης]], [[κελευθιώ]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[κελευθοποιός]], [[κελευθοπόρος]]. (Β' συνθετικό) [[ρηξικέλευθος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>αγχικέλευθος</i>, [[αιψηροκέλευθος]], <i>ακέλευθος</i>, <i>αντικέλευθος</i>, [[αυτοκέλευθος]], [[διωξικέλευθος]], [[εκκέλευθος]], [[ιθυκέλευθος]], [[ιπποκέλευθος]], [[ισοκέλευθος]], [[λοξοκέλευθος]], [[οικτροκέλευθος]], [[ομοκέλευθος]], [[οξυκέλευθος]], [[οπισθοκέλευθος]], [[πεντακέλευθος]], [[προκέλευθος]], [[υγροκέλευθος]], [[υδροκέλευθος]], [[υψικέλευθος]], [[χρυσοκέλευθος]], [[ωκυκέλευθος]]].
|mltxt=[[κέλευθος]], ἡ, ο πληθ. και κέλευθα, τὰ (Α)<br /><b>1.</b> [[δρόμος]], [[οδός]], [[ατραπός]]<br /><b>2.</b> [[πορεία]], [[οδοιπορία]], [[ταξίδι]] σε [[στεριά]] ή [[θάλασσα]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> ο [[ανοιχτός]] [[δρόμος]] ενέργειας, ο [[τρόπος]] πράξης («ἔργων κέλευθον ἄν καθαράν», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>4.</b> μακρινό [[ταξίδι]], [[μεγάλη]] [[απόσταση]] («πολλή [[κέλευθος]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>5.</b> [[εκστρατεία]] («χρόνῳ μὲν ἀγρεῑ Πριάμου πόλιν ἅδε [[κέλευθος]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>6.</b> ο [[τρόπος]] του βαδίσματος, το [[βάδισμα]] («τετράπουν μιμήσομαι λύκου κέλευθον», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>7.</b> <b>μτφ.</b> ο [[τρόπος]] ζωής («βίου κέλευθον ἄθεον, ἄδικον», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κέλευ</i>-<i>θος</i>. Η λ. συνδέεται πιθ. με το [[κελεύω]], αν και υπάρχει σημασιολογική [[διαφορά]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>άγω</i>-[[αγυιά]] «[[δρόμος]]», γερμ. <i>bewegen</i>- <i>Weg</i> «[[παρακινώ]]<br />[[δρόμος]]») και εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>θος</i>, το οποίο μπορεί να ερμηνευθεί αν ο τ. θεωρηθεί [[προϊόν]] συμφυρμού του [[κελεύω]] με θ. <i>ελευθ</i>- (του <i>ελεύσομαι</i>). Επίσης πιθ. να συνδέεται με λιθουαν. <i>keli</i><i>ū</i><i>ta</i>, <i>k</i><i>ē</i><i>li</i>-<i>as</i> «[[δρόμος]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[κελεύθειος]], <i>κελεύθεια</i>, [[κελευθήτης]], [[κελευθιώ]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[κελευθοποιός]], [[κελευθοπόρος]]. (Β' συνθετικό) [[ρηξικέλευθος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>αγχικέλευθος</i>, [[αιψηροκέλευθος]], <i>ακέλευθος</i>, <i>αντικέλευθος</i>, [[αυτοκέλευθος]], [[διωξικέλευθος]], [[εκκέλευθος]], [[ιθυκέλευθος]], [[ιπποκέλευθος]], [[ισοκέλευθος]], [[λοξοκέλευθος]], [[οικτροκέλευθος]], [[ομοκέλευθος]], [[οξυκέλευθος]], [[οπισθοκέλευθος]], [[πεντακέλευθος]], [[προκέλευθος]], [[υγροκέλευθος]], [[υδροκέλευθος]], [[υψικέλευθος]], [[χρυσοκέλευθος]], [[ωκυκέλευθος]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κέλευθος:''' ἡ, ετερογ. πληθ., [[κέλευθα]],<br /><b class="num">I.</b> [[δρόμος]], [[οδός]], [[πορεία]], σε Όμηρ. κ.λπ.· ὑγρὰ [[κέλευθα]], λέγεται για τη [[θάλασσα]], σε Ομήρ. Οδ.· ἀνέμων [[κέλευθα]] ή <i>κέλευθοι</i>, σε Όμηρ.· [[ἐγγὺς]] γὰρ νυκτός τε καὶ ἤματός εἰσι κέλευθοι, δηλ. η [[νύχτα]] και η [[μέρα]] ακολουθούν [[στενά]] η μια την [[άλλη]], σε Ομήρ. Οδ.· <i>ἄρκτου στροφάδες κ</i>., οι πορείες τους ή οι τροχιές τους, σε Σοφ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[ταξίδι]], [[διαδρομή]], θαλασσινή [[πορεία]], σε Όμηρ.· <i>πολλὴ κ</i>., δηλ. [[μεγάλη]] [[απόσταση]], σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> [[αποστολή]], [[εξερεύνηση]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">III.</b> [[τρόπος]] βαδίσματος, [[βάδισμα]], [[περπάτημα]], [[βηματισμός]], σε Ευρ.· μεταφ., [[τρόπος]] ζωής, σε Αισχύλ., Ευρ.
}}
}}