κελέοντες: Difference between revisions

5
(20)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κελέοντες]], οἱ (Α)<br />τα δοκάρια του όρθιου υφαντικού ιστού, του αργαλειού τών αρχαίων, [[ανάμεσα]] στα οποία εκτεινόταν το ύφασμα που ύφαιναν.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Συνδέεται πιθ. με [[μετοχή]] ενεστ. ενός αμάρτυρου <i>κελέω</i>, παρ. ενός [[επίσης]] αμάρτυρου <i>κέλος</i>. (<b>[[πρβλ]].</b> αρχ. σλαβ. <i>c</i><i>ě</i><i>lo</i> «[[μέτωπο]]», πιθ. και [[κολοφών]], [[κολωνός]]). Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], [[είναι]] δάνεια λ.].
|mltxt=[[κελέοντες]], οἱ (Α)<br />τα δοκάρια του όρθιου υφαντικού ιστού, του αργαλειού τών αρχαίων, [[ανάμεσα]] στα οποία εκτεινόταν το ύφασμα που ύφαιναν.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Συνδέεται πιθ. με [[μετοχή]] ενεστ. ενός αμάρτυρου <i>κελέω</i>, παρ. ενός [[επίσης]] αμάρτυρου <i>κέλος</i>. (<b>[[πρβλ]].</b> αρχ. σλαβ. <i>c</i><i>ě</i><i>lo</i> «[[μέτωπο]]», πιθ. και [[κολοφών]], [[κολωνός]]). Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], [[είναι]] δάνεια λ.].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κελέοντες:''' -ων, οἱ, τα δοκάρια του όρθιου ιστίου, [[μεταξύ]] των οποίων τεντωνόταν το [[πανί]], σε Θεόκρ. (άγν. προέλ.).
}}
}}