κομπάζω: Difference between revisions

5
(21)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=(ΑM [[κομπάζω]]) [[κόμπος]]<br />[[καυχιέμαι]] [[χωρίς]] να το [[αξίζω]], [[μεγαλαυχώ]], [[υπερηφανεύομαι]] ανάξια (α. «κόμπαζε για την [[αξία]] του γιου του, ενώ [[εκείνος]] [[είναι]] ένα [[τίποτε]]» β. «μέγ' ἄν τι κομπάσειας, ἀσπίδ' εἰ λάβοις», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[χτυπώ]] πήλινο [[αγγείο]] για να ελέγξω τη στερεότητά του<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>κομπάζομαι</i><br />[[γίνομαι]] [[αντικείμενο]] καύχησης, φημίζομαι<br /><b>3.</b> <b>απρόσ.</b> <i>κομπάζεται</i><br />υπάρχει [[θρύλος]], γίνεται [[λόγος]].
|mltxt=(ΑM [[κομπάζω]]) [[κόμπος]]<br />[[καυχιέμαι]] [[χωρίς]] να το [[αξίζω]], [[μεγαλαυχώ]], [[υπερηφανεύομαι]] ανάξια (α. «κόμπαζε για την [[αξία]] του γιου του, ενώ [[εκείνος]] [[είναι]] ένα [[τίποτε]]» β. «μέγ' ἄν τι κομπάσειας, ἀσπίδ' εἰ λάβοις», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[χτυπώ]] πήλινο [[αγγείο]] για να ελέγξω τη στερεότητά του<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>κομπάζομαι</i><br />[[γίνομαι]] [[αντικείμενο]] καύχησης, φημίζομαι<br /><b>3.</b> <b>απρόσ.</b> <i>κομπάζεται</i><br />υπάρχει [[θρύλος]], γίνεται [[λόγος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κομπάζω:''' μέλ. -άσω = [[κομπέω]],<br /><b class="num">1.</b> [[καυχιέμαι]], [[κομπάζω]], [[μεγαλαυχώ]], μεγαλοστομώ, σε Τραγ.· με σύστ. αντ., <i>κ.λόγον</i>, [[ξεστομίζω]] [[μεγάλα]] [[λόγια]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> [[καυχιέμαι]], κ. [[γέρας]], [[καυχιέμαι]] για το αξίωμά μου, στον ίδ. — Παθ., [[γίνομαι]] [[αντικείμενο]] καυχήσεως, φημίζομαι, σε Ευρ.· [[φόβος]] κομπάζεται, ο [[φόβος]] ξεστομίζεται μεγαλοφώνως, σε Αισχύλ.· τίνοςδὲ [[παῖς]] πατρὸς κομπάζεται; ποιανού [[πατέρα]] περηφανεύεται ότι είναι [[γιος]]; σε Ευρ.
}}
}}