κρέμβαλα: Difference between revisions
From LSJ
Ἓν οἶδα, ὅτι οὐδὲν οἶδα → I know only one thing, that I know nothing | all I know is that I know nothing.
(Bailly1_3) |
(5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ων ([[τά]]) :<br />castagnettes.<br />'''Étymologie:''' DELG rac. expressive, cf. [[κρόταλον]]. | |btext=ων ([[τά]]) :<br />castagnettes.<br />'''Étymologie:''' DELG rac. expressive, cf. [[κρόταλον]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κρέμβᾰλα:''' τά, κρόταλα, θορυβώδη όργανα όπως οι καστανιέτες. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:00, 31 December 2018
English (LSJ)
τά,
A castanets, Carm.Pop.3.
Greek (Liddell-Scott)
κρέμβᾰλα: τά, κρόταλα, ἅπερ εἶχον εἰς τοὺς δακτύλους αὑτῶν οἱ ὀρχούμενοι καὶ συνέκρουον αὐτὰ μετὰ ῥυθμοῦ πρὸς ὃν ἐγίνετο ἡ ὄρχησις, νῦν ὀνομάζονται Τουρκιστὶ «ζίλια», Ἀθήν. 636C· πρβλ. κρόταλον. (Πρβλ. Λατ. crepare, crepundiae).
French (Bailly abrégé)
ων (τά) :
castagnettes.
Étymologie: DELG rac. expressive, cf. κρόταλον.
Greek Monotonic
κρέμβᾰλα: τά, κρόταλα, θορυβώδη όργανα όπως οι καστανιέτες.