λέπαργος: Difference between revisions

5
(22)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λέπαργος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[λευκό]] [[δέρμα]] ή [[λευκά]] φτερά («[[λέπαργος]] [[κίρκος]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που έχει λευκή [[κοιλιά]] ή [[λευκά]] [[πλευρά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λέπος]] <span style="color: red;">+</span> [[ἀργός]] «[[στιλπνός]], [[λευκός]]» (<b>[[πρβλ]].</b> <i>κνήμ</i>-<i>αργος</i>, <i>πύγ</i>-<i>αργος</i>)].
|mltxt=[[λέπαργος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[λευκό]] [[δέρμα]] ή [[λευκά]] φτερά («[[λέπαργος]] [[κίρκος]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που έχει λευκή [[κοιλιά]] ή [[λευκά]] [[πλευρά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λέπος]] <span style="color: red;">+</span> [[ἀργός]] «[[στιλπνός]], [[λευκός]]» (<b>[[πρβλ]].</b> <i>κνήμ</i>-<i>αργος</i>, <i>πύγ</i>-<i>αργος</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''λέπαργος:''' -ον ([[λέπος]]), αυτός που έχει [[λευκό]] [[δέρμα]], σε Θεόκρ.
}}
}}