λίγδην: Difference between revisions

5
(23)
(5)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λίγδην]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b> με απλή [[επαφή]], ακροθιγώς («[[βάλε]] χεῑρ' ἐπὶ καρπῷ [[λίγδην]]», <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[λίγδην]] και οι τ. [[λίγδα]], [[λίγδος]] συνδέονται μορφολογικά, [[μολονότι]] δεν έχουν άμεση σημασιολογική [[συνάφεια]]. Οι τ. εμφανίζουν τη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] (<i>s</i>)<i>lig</i>- της ΙΕ ρίζας (<i>s</i>)<i>leig</i>- «[[σιχαμένος]], [[γλιστρώ]]» και συνδέονται με κελτ. και γερμ. λέξεις τών οποίων η αρχική σημ. [[πρέπει]] να ήταν «[[τρίβω]], [[γλιστρώ]]» (<b>[[πρβλ]].</b> αρχ. ιρλδ. [[fo]]<i>sligim</i> «[[επαλείφω]]», αρχ. άνω γερμ. <i>sl</i><i>ī</i><i>hhan</i> «[[γλιστρώ]]», αρχ. ιρλδ. <i>slige</i> «[[χτένι]]», ρωσ. <i>slizkij</i> «[[ολισθηρός]]», λατ. <i>lima</i> «[[λίμα]]»). Κατά τον Ευστάθιο, οι τ. ανάγονται σε ένα ρ. [[λίγω]], το οποίο μαρτυρείται μόνο από αυτόν και πλάστηκε πιθ. από τον ίδιο για να ερμηνεύσει τον σχηματισμό τους].
|mltxt=[[λίγδην]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b> με απλή [[επαφή]], ακροθιγώς («[[βάλε]] χεῑρ' ἐπὶ καρπῷ [[λίγδην]]», <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[λίγδην]] και οι τ. [[λίγδα]], [[λίγδος]] συνδέονται μορφολογικά, [[μολονότι]] δεν έχουν άμεση σημασιολογική [[συνάφεια]]. Οι τ. εμφανίζουν τη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] (<i>s</i>)<i>lig</i>- της ΙΕ ρίζας (<i>s</i>)<i>leig</i>- «[[σιχαμένος]], [[γλιστρώ]]» και συνδέονται με κελτ. και γερμ. λέξεις τών οποίων η αρχική σημ. [[πρέπει]] να ήταν «[[τρίβω]], [[γλιστρώ]]» (<b>[[πρβλ]].</b> αρχ. ιρλδ. [[fo]]<i>sligim</i> «[[επαλείφω]]», αρχ. άνω γερμ. <i>sl</i><i>ī</i><i>hhan</i> «[[γλιστρώ]]», αρχ. ιρλδ. <i>slige</i> «[[χτένι]]», ρωσ. <i>slizkij</i> «[[ολισθηρός]]», λατ. <i>lima</i> «[[λίμα]]»). Κατά τον Ευστάθιο, οι τ. ανάγονται σε ένα ρ. [[λίγω]], το οποίο μαρτυρείται μόνο από αυτόν και πλάστηκε πιθ. από τον ίδιο για να ερμηνεύσει τον σχηματισμό τους].
}}
{{lsm
|lsmtext='''λίγδην:''' επίρρ., ακροθιγώς, ίσα που έξυσε την [[επιφάνεια]], Λατ. [[strictim]], σε Ομήρ. Οδ. (αμφίβ. προέλ.).
}}
}}