λίβανος: Difference between revisions

5
(23)
(5)
Line 33: Line 33:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (AM [[λίβανος]])<br />το [[δένδρο]] βοσβελλία, από το οποίο παράγεται το [[λιβάνι]] («φλοιὸς λιβάνου», <b>Διοσκ.</b>)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(ως αρσ. και ως θηλ.) ο [[λιβανωτός]], το [[λιβάνι]] («ῥεῑ δὲ γάλακτι [[πέδον]], ῥεῑ δ' οἴνῳ, ῥεῑ δὲ μελισσᾱν νέκταρι, Συρίας δ' ὣς λιβάνου [[καπνός]]», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[είναι]] σημιτ. [[δάνειο]]. Ο εβρ. τ. <i>labona</i> ή <i>lab</i><i>ō</i><i>na</i> ανάγεται σε [[ρίζα]] <i>lbn</i> «[[είναι]] [[άσπρος]]», λόγω του λευκού χρώματος αυτής της ρητίνης. Το φοινικ. <i>lbnt</i> δείχνει πως το ελλ. [[λιβανωτός]] δεν [[είναι]] [[απλώς]] παράγωγο του [[λίβανος]], [[αλλά]] έχει φοινικ. [[προέλευση]]. Παραμένει, εξάλλου, αμφίβολο αν η ονομ. του όρους <i>Λίβανος</i> έχει επηρεάσει τον φωνηεντισμό της ελλ. λ.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[λιβανάς]] [[λιβανίζω]], [[λιβανωτός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[λιβανίδιον]], [[λιβάνινος]], [[Λιβανίτις]], [[λιβανούμαι]], [[λιβανώδης]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[λιβάνι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[λιβανιά]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[λιβανοθήκη]], [[λιβανοπώλης]], [[λιβανοφόρος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[λιβανοειδής]], [[λιβανοκαΐα]], [[λιβανομάννα]], [[λιβανόχρους]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[λιβανομάντης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>λιβανομαντεία</i>. (Β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[ευλίβανος]], [[στεφαλίβανος]], [[χαλκολίβανος]], [[χαμαιλίβανος]]].
|mltxt=ο (AM [[λίβανος]])<br />το [[δένδρο]] βοσβελλία, από το οποίο παράγεται το [[λιβάνι]] («φλοιὸς λιβάνου», <b>Διοσκ.</b>)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(ως αρσ. και ως θηλ.) ο [[λιβανωτός]], το [[λιβάνι]] («ῥεῑ δὲ γάλακτι [[πέδον]], ῥεῑ δ' οἴνῳ, ῥεῑ δὲ μελισσᾱν νέκταρι, Συρίας δ' ὣς λιβάνου [[καπνός]]», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[είναι]] σημιτ. [[δάνειο]]. Ο εβρ. τ. <i>labona</i> ή <i>lab</i><i>ō</i><i>na</i> ανάγεται σε [[ρίζα]] <i>lbn</i> «[[είναι]] [[άσπρος]]», λόγω του λευκού χρώματος αυτής της ρητίνης. Το φοινικ. <i>lbnt</i> δείχνει πως το ελλ. [[λιβανωτός]] δεν [[είναι]] [[απλώς]] παράγωγο του [[λίβανος]], [[αλλά]] έχει φοινικ. [[προέλευση]]. Παραμένει, εξάλλου, αμφίβολο αν η ονομ. του όρους <i>Λίβανος</i> έχει επηρεάσει τον φωνηεντισμό της ελλ. λ.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[λιβανάς]] [[λιβανίζω]], [[λιβανωτός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[λιβανίδιον]], [[λιβάνινος]], [[Λιβανίτις]], [[λιβανούμαι]], [[λιβανώδης]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[λιβάνι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[λιβανιά]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[λιβανοθήκη]], [[λιβανοπώλης]], [[λιβανοφόρος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[λιβανοειδής]], [[λιβανοκαΐα]], [[λιβανομάννα]], [[λιβανόχρους]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[λιβανομάντης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>λιβανομαντεία</i>. (Β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[ευλίβανος]], [[στεφαλίβανος]], [[χαλκολίβανος]], [[χαμαιλίβανος]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''λίβᾰνος:''' [ῐ], ὁ,<br /><b class="num">I.</b> δέντρο του θυμιάματος, που παράγει δηλ. τον [[λιβανωτόν]], σε Ηρόδ., κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> = [[λιβανωτός]], με αυτή τη [[σημασία]] είναι θηλ., σε Ευρ., κ.λπ. ([[ξένη]] [[λέξη]]).
}}
}}