μαθητέος: Difference between revisions

5
(Bailly1_3)
(5)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=α, ον :<br /><i>adj. verb. de</i> [[μανθάνω]].
|btext=α, ον :<br /><i>adj. verb. de</i> [[μανθάνω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μᾰθητέος:''' -α, -ον, ρημ. επίθ. του [[μανθάνω]]·<br /><b class="num">I.</b>αυτό που πρόκειται να μαθευτεί, να διδαχθεί, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b><i>μαθητέον</i>, [[κάτι]] που πρέπει να μαθευτεί, σε Αριστοφ., Ξεν.
}}
}}