μεταλαμβάνω: Difference between revisions

5
(24)
(5)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=(ΑM [[μεταλαμβάνω]])<br /><b>βλ.</b> [[μεταλαβαίνω]].
|mltxt=(ΑM [[μεταλαμβάνω]])<br /><b>βλ.</b> [[μεταλαβαίνω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μεταλαμβάνω:''' μελ. -[[λήψομαι]],<br /><b class="num">I. 1.</b> έχω ή [[λαμβάνω]] [[μερίδιο]] από [[κάτι]], είμαι [[μέτοχος]] σε [[κάτι]], με γεν., σε Ηρόδ. κ.λπ. — Μέσ., <i>μεταλαμβάνεσθαί τινος</i>, [[αποκτώ]] [[κυριότητα]], [[εγείρω]] [[αξίωση]], στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[μερίδιο]] που λαμβάνεται, συμπληρώνεται πολλές φορές με αιτ., [[μεταλαμβάνω]] μοῖραν ή [[μέρος]] τινός, σε Ευρ. κ.λπ.· [[μεταλαμβάνω]] τὸ πέμπτον [[μέρος]] [[τῶν]] [[ψήφων]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">3.</b> με γεν. προσ., μοιράζομαι τη [[συντροφιά]] του, σε Ξεν.· με αρνητική [[σημασία]], [[θεωρώ]] κάποιον ένοχο, [[κατηγορώ]], σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> [[ακολουθώ]] κάποιον, τον [[διαδέχομαι]], με αιτ., σε Ξεν.<br /><b class="num">III. 1.</b> [[παίρνω]] ως [[αντάλλαγμα]], [[υποκαθιστώ]], <i>πόλεμον ἀντ' εἰρήνης</i>, σε Θουκ.· [[μεταλαμβάνω]] τὰ ἐπιτηδεύματα, [[υιοθετώ]] [[νέες]] συνήθειες, στον ίδ.· ἱμάτια [[μεταλαμβάνω]], σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[ανταλλάσσω]], σε Πλάτ.
}}
}}