3,277,180
edits
(25) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μεταμέλει]] (Α)<br /><b>απρόσ.</b> <b>βλ.</b> [[μεταμελούμαι]]. | |mltxt=[[μεταμέλει]] (Α)<br /><b>απρόσ.</b> <b>βλ.</b> [[μεταμελούμαι]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''μεταμέλει:''' ([[μέλω]]), παρατ. <i>μετ-έμελε</i>, μέλ. -[[μελήσει]], αόρ. αʹ <i>μετεμέλησε</i>·<br /><b class="num">I.</b> απρόσ., με πιάνει [[μεταμέλεια]], μου έρχονται τύψεις, Λατ. poenitet me, Σύνταξη:<br /><b class="num">1.</b> με δοτ. προσ. και γεν. πράγμ., [[μεταμέλει]] σοι τῆς δωρεᾶς, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> συχνότερα, αυτό για το οποίο μετανιώνει [[κάποιος]] δηλώνεται με μτχ. που συμφωνεί μορφολογικά με τη δοτ., [[μεταμέλει]] μοι [[οὕτως]] ἀπολογησαμένῳ, [[μετανοώ]] για το ότι τόσο έντονα έχω υπερασπιστεί τον εαυτό μου, σε Πλάτ.<br /><b class="num">3.</b> απόλ., [[μεταμέλει]] μοι, [[μετανοώ]], σε Αριστοφ.· ξυνέβη [[ὑμῖν]] [[πεισθῆναι]] μὲν ἀκεραίοις μεταμέλειν δὲ κακουμένοις, υιοθετήσατε μια [[στάση]] όταν οι δυνάμεις σας ήταν ακέραιες, και μετανιώσατε όταν βρεθήκατε σε [[δυσκολία]], σε Θουκ.<br /><b class="num">4.</b> το ουδ. της μτχ. <i>μεταμέλον</i>, αμτβ., αφ' ότου του συνέβη να μετανοιώσει, σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> [[σπανίως]] με ονομ., [[προκαλώ]] [[μετάνοια]] ή [[λύπη]], <i>τῷ Ἀρίστωνι μετέμελε τὸ εἰρημένον</i> (αντί <i>τοῦ εἰρημένου</i>), σε Ηρόδ.· οἶμαί σοι [[ταῦτα]] μεταμελήσει (αντί <i>τούτων</i>), σε Αριστοφ. | |||
}} | }} |