λυσιτελούντως: Difference between revisions

5
(23)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λυσιτελούντως]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b> χρήσιμα, ωφέλιμα («[[λυσιτελούντως]] ἑαυτοῑς», Δίων Κάσσ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λυσιτελῶν</i>, -<i>οῦντος</i>, μτχ. του ρ. <i>λυσιτελῶ</i>].
|mltxt=[[λυσιτελούντως]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b> χρήσιμα, ωφέλιμα («[[λυσιτελούντως]] ἑαυτοῑς», Δίων Κάσσ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λυσιτελῶν</i>, -<i>οῦντος</i>, μτχ. του ρ. <i>λυσιτελῶ</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''λῡσιτελούντως:''' επίρρ. μτχ. ενεστ. του [[λυσιτελέω]], χρήσιμα, ωφέλιμα, επωφελώς, σε Ξεν.
}}
}}