μετάνοια: Difference between revisions

5
(25)
(5)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (ΑΜ [[μετάνοια]], Α και [[μετάγνοια]]) [[μετανοώ]]<br /><b>1.</b> [[μεταβολή]] γνώμης ή ειλημμένης απόφασης<br /><b>2.</b> η [[συναίσθηση]] του κακού ή του σφάλματος ή του αμαρτήματος που διέπραξε [[κάποιος]] και η [[ειλικρινής]] [[μεταμέλεια]] για αυτό, [[καθώς]] και η [[επίκληση]] για συγχώρεση (α. «η [[μετάνοια]] εξαγνίζει τον άνθρωπο» β. «οὐ γὰρ [[ἦλθον]] καλέσαι δικαίους, ἀλλ' ἁμαρτωλοὺς εἰς μετάνοιαν», ΚΔ)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>φρ.</b> α) «έμπρακτη [[μετάνοια]]»<br />(ποιν. δίκ.) έγκαιρη [[ενέργεια]] κάποιου, η οποία ακολουθεί την [[τέλεση]] ενός εγκλήματος και έχει, σύμφωνα με τη ρητή [[διάταξη]] του νόμου, ως [[συνέπεια]] την [[εξάλειψη]] της ποινικής αξίωσης της πολιτείας<br />β) «μού κάνει μετάνοιες» — μέ παρακαλεί ταπεινά, μέ ικετεύει<br /><b>2.</b> <b>παροιμ.</b> α) «[[κατά]] τα πόδια πό 'χουμε για μετάνοιες είμαστε» — λέγεται για άτομα που δεν έχουν [[αυτογνωσία]]<br />β) «και του κόκορα μετάνοιες και τις κότες [[προσκυνώ]]» — λέγεται για ευτελείς κόλακες<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[προσκύνηση]] κάποιου με εδαφιαία [[κλίση]] της κεφαλής και με [[γονυκλισία]] ως [[εκδήλωση]] μεταμέλειας και λατρευτικού σεβασμού<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «κά(μ)νω [[μετάνοια]](ν)» ή «ποιῶ μετάνοιαν» — [[υποκλίνομαι]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> το [[μυστήριο]] της θείας εξομολόγησης<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «μετανοίας [[οἶκος]]» ή, [[απλώς]], «[[μετάνοια]]» — [[οίκος]] που χρησίμευε για [[περισυλλογή]] και [[εξάγνιση]] τών παραστρατημένων [[γυναικών]].
|mltxt=η (ΑΜ [[μετάνοια]], Α και [[μετάγνοια]]) [[μετανοώ]]<br /><b>1.</b> [[μεταβολή]] γνώμης ή ειλημμένης απόφασης<br /><b>2.</b> η [[συναίσθηση]] του κακού ή του σφάλματος ή του αμαρτήματος που διέπραξε [[κάποιος]] και η [[ειλικρινής]] [[μεταμέλεια]] για αυτό, [[καθώς]] και η [[επίκληση]] για συγχώρεση (α. «η [[μετάνοια]] εξαγνίζει τον άνθρωπο» β. «οὐ γὰρ [[ἦλθον]] καλέσαι δικαίους, ἀλλ' ἁμαρτωλοὺς εἰς μετάνοιαν», ΚΔ)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>φρ.</b> α) «έμπρακτη [[μετάνοια]]»<br />(ποιν. δίκ.) έγκαιρη [[ενέργεια]] κάποιου, η οποία ακολουθεί την [[τέλεση]] ενός εγκλήματος και έχει, σύμφωνα με τη ρητή [[διάταξη]] του νόμου, ως [[συνέπεια]] την [[εξάλειψη]] της ποινικής αξίωσης της πολιτείας<br />β) «μού κάνει μετάνοιες» — μέ παρακαλεί ταπεινά, μέ ικετεύει<br /><b>2.</b> <b>παροιμ.</b> α) «[[κατά]] τα πόδια πό 'χουμε για μετάνοιες είμαστε» — λέγεται για άτομα που δεν έχουν [[αυτογνωσία]]<br />β) «και του κόκορα μετάνοιες και τις κότες [[προσκυνώ]]» — λέγεται για ευτελείς κόλακες<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[προσκύνηση]] κάποιου με εδαφιαία [[κλίση]] της κεφαλής και με [[γονυκλισία]] ως [[εκδήλωση]] μεταμέλειας και λατρευτικού σεβασμού<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «κά(μ)νω [[μετάνοια]](ν)» ή «ποιῶ μετάνοιαν» — [[υποκλίνομαι]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> το [[μυστήριο]] της θείας εξομολόγησης<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «μετανοίας [[οἶκος]]» ή, [[απλώς]], «[[μετάνοια]]» — [[οίκος]] που χρησίμευε για [[περισυλλογή]] και [[εξάγνιση]] τών παραστρατημένων [[γυναικών]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μετάνοια:''' ἡ, επανεξέταση ενός θέματος, [[μεταμέλεια]], σε Θουκ.
}}
}}