μηχανητικός: Difference between revisions

5
(25)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μηχανητικός]], -ή, -όν (Α) [[μηχανώμαι]]<br />αυτός που [[είναι]] [[επιτήδειος]] στο να επινοεί, [[εφευρετικός]], [[επινοητικός]].
|mltxt=[[μηχανητικός]], -ή, -όν (Α) [[μηχανώμαι]]<br />αυτός που [[είναι]] [[επιτήδειος]] στο να επινοεί, [[εφευρετικός]], [[επινοητικός]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μηχᾰνητικός:''' -ή, -όν, = [[μηχανικός]], σε Ξεν.
}}
}}