μέχρι: Difference between revisions

2,315 bytes added ,  31 December 2018
5
(25)
(5)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[πριν]] από [[φωνήεν]] μέχρις (ΑΜ [[μέχρι]] και μέχρις)<br />(χρησιμοποιείται ως πρόθ. καταχρηστ., ως επίρρ. τοπ. ή χρον. και ως χρον. σύνδ.)<br /><b>1.</b> έως, [[ίσαμε]] (α. «θα πάω [[μέχρι]] το Φάληρο» β. «θα έχω έλθει [[μέχρι]] τις [[επτά]]» γ. «[[μέχρι]] τῆς πόλεως», <b>Θουκ.</b><br />δ. «ὥστ' ἐλευθέρους [[εἶναι]] [[μέχρι]] οὗ [[πάλιν]] αὐτοὶ αὐτοὺς κατεδουλώσαντο», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> (για [[αρίθμηση]] ή για [[μέτρηση]]) [[περίπου]], [[σχεδόν]], [[πάνω]]-[[κάτω]] (α. «θα περπατήσουμε [[μέχρι]] δύο ώρες» β. «τοὺς [[μέχρι]] [[τριάκοντα]] έτη γεγονότας», Αισχίν.)<br /><b>3.</b> (ως επίρρ. χρον. ή τοπ.) [[ωσότου]], ώσπου, ώς ένα ορισμένο [[σημείο]] (α. «[[μέχρι]] [[σήμερα]] δεν φάνηκε» β. «θα διαβάσω μέχρις εδώ» γ. «τοσαύτῃ δ' [[εὐανδρία]] κέχρηται [[μέχρι]] καὶ νῡν», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «[[μέχρι]] και...» — [[ακόμη]] και, έως και<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (ως πρόθ.) εφόσον («[[μέχρι]] του δικαίου» — εφόσον συμφωνεί με το [[δίκαιο]], εφόσον το επιτρέπει το [[δίκαιο]], <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> (ως χρον. σύνδ με οριστ.) α) [[ωσότου]] («[[μέχρι]] [[σκότος]] ἐγένετο», <b>Ξεν.</b>)<br />β) στο [[μεταξύ]] [[χρονικό]] [[διάστημα]], ενώ<br /><b>3.</b> (στον <b>Ηρόδ.</b> και στους [[Ίωνες]]) το [[μέχρι]] οὗ</i> [[αντί]] του απλού [[μέχρι]] («[[μέχρι]] οὗ [[ὀκτώ]] πύργων», <b>Ηρόδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[μέχρι]] απαντά ως [[επίρρημα]], «καταχρηστική» [[πρόθεση]] (δηλ. δεν χρησιμοποιείται στη [[σύνθεση]]) και ως [[σύνδεσμος]] με τοπική και χρονική σημ. Απαντά και ο τ. <i>μέχρις</i>, το -<i>ς</i> του οποίου οφείλεται σε λόγους ευφωνίας. Ως [[επίρρημα]] χρησιμοποιείται στον [[αττικό]] πεζό λόγο με προθέσεις όπως <i>εἰς</i>, [[πρός]], ενώ ως [[πρόθεση]] συντάσσεται με γενική (<b>[[πρβλ]].</b> [[μέχρι]] οὗ</i>). Ως [[σύνδεσμος]] απαντά [[συχνά]] [[μαζί]] με το <i>οὗ</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[μέχρι]] οὗ</i> «[[μέχρι]] το [[σημείο]] που»). Ο τ. [[μέχρι]] ανάγεται πιθ. στην απαθή [[βαθμίδα]] της ΙΕ ρίζας <i>me</i>- «στο [[μέσον]]», που χρησιμοποιείται ως [[βάση]] επιρρημάτων-προθέσεων (<b>βλ.</b> [[μέσφα]], [[μετά]], [[ἄχρι]]) δηλ. [[μέχρι]](<i>ς</i>) <span style="color: red;"><</span> IE <i>me</i>-<i>ğhri</i>-<i>s</i> και συνδέεται πιθ. με αρμ. <i>merj</i> «[[κοντά]]» και το ρ. <i>merjenam</i> «[[πλησιάζω]]». Έχει υποστηριχθεί, [[τέλος]], η [[άποψη]] ότι ο τ. [[μέχρι]] [[είναι]] σύνθ. από τη [[ρίζα]] <i>me</i>- και τη λ. [[χείρ]], <i>χειρός</i> «[[χέρι]]» (<span style="color: red;"><</span> <i>me</i>-<i>ĝhsr</i>-<i>i</i>, <b>[[πρβλ]].</b> αρμ. <i>jern</i>)].
|mltxt=και [[πριν]] από [[φωνήεν]] μέχρις (ΑΜ [[μέχρι]] και μέχρις)<br />(χρησιμοποιείται ως πρόθ. καταχρηστ., ως επίρρ. τοπ. ή χρον. και ως χρον. σύνδ.)<br /><b>1.</b> έως, [[ίσαμε]] (α. «θα πάω [[μέχρι]] το Φάληρο» β. «θα έχω έλθει [[μέχρι]] τις [[επτά]]» γ. «[[μέχρι]] τῆς πόλεως», <b>Θουκ.</b><br />δ. «ὥστ' ἐλευθέρους [[εἶναι]] [[μέχρι]] οὗ [[πάλιν]] αὐτοὶ αὐτοὺς κατεδουλώσαντο», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> (για [[αρίθμηση]] ή για [[μέτρηση]]) [[περίπου]], [[σχεδόν]], [[πάνω]]-[[κάτω]] (α. «θα περπατήσουμε [[μέχρι]] δύο ώρες» β. «τοὺς [[μέχρι]] [[τριάκοντα]] έτη γεγονότας», Αισχίν.)<br /><b>3.</b> (ως επίρρ. χρον. ή τοπ.) [[ωσότου]], ώσπου, ώς ένα ορισμένο [[σημείο]] (α. «[[μέχρι]] [[σήμερα]] δεν φάνηκε» β. «θα διαβάσω μέχρις εδώ» γ. «τοσαύτῃ δ' [[εὐανδρία]] κέχρηται [[μέχρι]] καὶ νῡν», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «[[μέχρι]] και...» — [[ακόμη]] και, έως και<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (ως πρόθ.) εφόσον («[[μέχρι]] του δικαίου» — εφόσον συμφωνεί με το [[δίκαιο]], εφόσον το επιτρέπει το [[δίκαιο]], <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> (ως χρον. σύνδ με οριστ.) α) [[ωσότου]] («[[μέχρι]] [[σκότος]] ἐγένετο», <b>Ξεν.</b>)<br />β) στο [[μεταξύ]] [[χρονικό]] [[διάστημα]], ενώ<br /><b>3.</b> (στον <b>Ηρόδ.</b> και στους [[Ίωνες]]) το [[μέχρι]] οὗ</i> [[αντί]] του απλού [[μέχρι]] («[[μέχρι]] οὗ [[ὀκτώ]] πύργων», <b>Ηρόδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[μέχρι]] απαντά ως [[επίρρημα]], «καταχρηστική» [[πρόθεση]] (δηλ. δεν χρησιμοποιείται στη [[σύνθεση]]) και ως [[σύνδεσμος]] με τοπική και χρονική σημ. Απαντά και ο τ. <i>μέχρις</i>, το -<i>ς</i> του οποίου οφείλεται σε λόγους ευφωνίας. Ως [[επίρρημα]] χρησιμοποιείται στον [[αττικό]] πεζό λόγο με προθέσεις όπως <i>εἰς</i>, [[πρός]], ενώ ως [[πρόθεση]] συντάσσεται με γενική (<b>[[πρβλ]].</b> [[μέχρι]] οὗ</i>). Ως [[σύνδεσμος]] απαντά [[συχνά]] [[μαζί]] με το <i>οὗ</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[μέχρι]] οὗ</i> «[[μέχρι]] το [[σημείο]] που»). Ο τ. [[μέχρι]] ανάγεται πιθ. στην απαθή [[βαθμίδα]] της ΙΕ ρίζας <i>me</i>- «στο [[μέσον]]», που χρησιμοποιείται ως [[βάση]] επιρρημάτων-προθέσεων (<b>βλ.</b> [[μέσφα]], [[μετά]], [[ἄχρι]]) δηλ. [[μέχρι]](<i>ς</i>) <span style="color: red;"><</span> IE <i>me</i>-<i>ğhri</i>-<i>s</i> και συνδέεται πιθ. με αρμ. <i>merj</i> «[[κοντά]]» και το ρ. <i>merjenam</i> «[[πλησιάζω]]». Έχει υποστηριχθεί, [[τέλος]], η [[άποψη]] ότι ο τ. [[μέχρι]] [[είναι]] σύνθ. από τη [[ρίζα]] <i>me</i>- και τη λ. [[χείρ]], <i>χειρός</i> «[[χέρι]]» (<span style="color: red;"><</span> <i>me</i>-<i>ĝhsr</i>-<i>i</i>, <b>[[πρβλ]].</b> αρμ. <i>jern</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μέχρῐ:''' και [[μέχρις]], επίρρ., ως ένα [[σημείο]], ως [[εκεί]], [[ίσαμε]].<br /><b class="num">I.</b> [[πριν]] από πρόθ., [[μέχρι]] [[πρός]], Λατ. [[usque]] ad, σε Πλάτ.· ομοίως [[πριν]] από επίρρ.· [[μέχρι]] [[δεῦρο]] τοῦ λόγου, στον ίδ.· [[μέχρι]] [[τότε]], σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> όταν λειτουργεί ως πρόθ. με γεν., έως, [[ίσαμε]].<br /><b class="num">1.</b> λέγεται για [[τόπο]], [[μέχρι]] θαλάσσης, σε Ομήρ. Ιλ.· [[μέχρι]] τῆς πόλεως, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για χρόνο, [[τέο]] [[μέχρις]]; δηλ. τίνος [[μέχρι]] χρόνου; Λατ. [[quousque]]? έως [[πότε]]; σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως, [[μέχρι]] οὗ; [[μέχρι]] ὅσου; σε Ηρόδ.· με [[άρθρο]], τὸ [[μέχρι]] [[ἐμεῦ]], [[ίσαμε]] τον καιρό μου, στον ίδ.<br /><b class="num">3.</b> λέγεται για μέτρο ή βαθμό, [[μέχρι]] σοῦ δικαίου, ως το βαθμό που συνάδει με το [[δίκαιο]], σε Θουκ.· [[μέχρι]] τοῦ δυνατοῦ, σε Πλάτ.<br /><b class="num">4.</b> με αριθμούς, [[ίσαμε]], [[περίπου]], [[σχεδόν]], μερικές φορές [[χωρίς]] να τροποποιείται η [[πτώση]] του ουσ., [[μέχρι]] [[τριάκοντα]] ἔτη, σε Αισχίν.<br /><b class="num">5.</b> στην Ιων., το [[μέχρι]] οὗ χρησιμ. μερικές φορές όπως το απλό [[μέχρι]], [[μέχρι]] οὗ ὀκτὼ πύργων, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">III. 1.</b> ως σύνδ., [[ίσαμε]], έως, [[μέχρι]] μὲν [[ὥρεον]], με το <i>δέ</i> στη [[φράση]] απόδοσης, σε Ηρόδ.· [[μέχρι]] [[σκότος]] ἐγένετο, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> το [[μέχρι]] ἄν ακολουθ. από υποτ., στον ίδ.· ομοίως, [[χωρίς]] το <i>ἄν</i>, [[μέχρι]] [[τοῦτο]] ἴδωμεν, σε Ηρόδ.
}}
}}