μυλών: Difference between revisions

339 bytes added ,  31 December 2018
5
(26)
(5)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (ΑΜ [[μυλών]], -ῶνος)<br /><b>βλ.</b> [[μυλώνας]].
|mltxt=ο (ΑΜ [[μυλών]], -ῶνος)<br /><b>βλ.</b> [[μυλώνας]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μῠλών:''' -ῶνος, ὁ ([[μύλη]]), το [[οίκημα]] που στεγάζει τον μύλο, σε Θουκ.· <i>εἰς μύλωνα καταβαλεῖν</i>, Λατ. detrudere in [[pistrinum]], [[καταδικάζω]] (έναν σκλάβο) να δουλεύει στον μύλο, σε Ευρ.
}}
}}