νηΐτης: Difference between revisions

5
(Bailly1_3)
(5)
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου;<br /><i>adj. masc.</i><br />naval, maritime ; στρατὸς [[νηΐτης]] THC armée de débarquement.<br />'''Étymologie:''' [[ναῦς]].
|btext=ου;<br /><i>adj. masc.</i><br />naval, maritime ; στρατὸς [[νηΐτης]] THC armée de débarquement.<br />'''Étymologie:''' [[ναῦς]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''νηΐτης:''' [ῑ], -ου, ὁ ([[ναῦς]]), αυτός που ανήκει σε [[πλοίο]], αυτός που αποτελείται από πλοία· στρατὸς [[νηίτης]], [[στόλος]], σε Θουκ.
}}
}}