μονόκερως: Difference between revisions

5
(25)
(5)
Line 7: Line 7:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ων (ΑΜ [[μονόκερως]], -ων, Α ποιητ. τ. μουνόκερος, -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει μόνο ένα [[κέρατο]], ο [[μονοκέρατος]] («ο [[ταύρος]] του Θεοδόση ο [[μονόκερως]], ο [[φιλέρημος]] και [[μελαγχολικός]]», Παπαδ.)<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[μονόκερως]]<br />μυθικό ζώο με [[σώμα]] αλόγου και [[κεφάλι]] τράγου με ένα μεγάλο [[κέρατο]] στο [[μέσο]] του μετώπου του και, [[συχνά]], δίχηλα πόδια<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <b>αστρον.</b> [[αστερισμός]] ο [[οποίος]] εκτείνεται και [[προς]] τις δύο πλευρές του ουράνιου ισημερινού, [[μεταξύ]] τών αστερισμών τών Διδύμων, του Ωρίωνα, του Λαγού, του Μεγάλου Κυνός, της Πρύμνης, της Ύδρας και του Μικρού Κυνός.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>κερως</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κέρας]], -<i>ατος</i>), <b>[[πρβλ]].</b> [[ορθό]]-<i>κερως</i>].
|mltxt=-ων (ΑΜ [[μονόκερως]], -ων, Α ποιητ. τ. μουνόκερος, -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει μόνο ένα [[κέρατο]], ο [[μονοκέρατος]] («ο [[ταύρος]] του Θεοδόση ο [[μονόκερως]], ο [[φιλέρημος]] και [[μελαγχολικός]]», Παπαδ.)<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[μονόκερως]]<br />μυθικό ζώο με [[σώμα]] αλόγου και [[κεφάλι]] τράγου με ένα μεγάλο [[κέρατο]] στο [[μέσο]] του μετώπου του και, [[συχνά]], δίχηλα πόδια<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <b>αστρον.</b> [[αστερισμός]] ο [[οποίος]] εκτείνεται και [[προς]] τις δύο πλευρές του ουράνιου ισημερινού, [[μεταξύ]] τών αστερισμών τών Διδύμων, του Ωρίωνα, του Λαγού, του Μεγάλου Κυνός, της Πρύμνης, της Ύδρας και του Μικρού Κυνός.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>κερως</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κέρας]], -<i>ατος</i>), <b>[[πρβλ]].</b> [[ορθό]]-<i>κερως</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μονόκερως:''' -ων, αυτός που έχει ένα μόνο [[κέρατο]], σε Πλούτ.
}}
}}