μυριόλεκτος: Difference between revisions

5
(26)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μυριόλεκτος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει ειπωθεί άπειρες φορές, [[χιλιοειπωμένος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μυρι</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>λεκτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[λέγω]]), <b>πρβλ.</b> <i>ιδιό</i>-<i>λεκτος</i>].
|mltxt=[[μυριόλεκτος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει ειπωθεί άπειρες φορές, [[χιλιοειπωμένος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μυρι</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>λεκτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[λέγω]]), <b>πρβλ.</b> <i>ιδιό</i>-<i>λεκτος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μῡριόλεκτος:''' -ον, αυτός που έχει ειπωθεί [[δέκα]] χιλιάδες φορές, σε Ξεν.
}}
}}