3,277,180
edits
(29) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (ΑΜ [[ὁπλίτης]], θηλ. ὁπλῑτις)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>στρ.</b> [[απλός]] [[στρατιώτης]], [[άνδρας]] που ανήκει στην κατώτατη [[βαθμίδα]] της στρατιωτικής ιεραρχίας<br /><b>2.</b> <b>(παλαιοντ.)</b> απολιθωμένο [[γένος]] κεφαλοπόδων που ανήκει στην [[ομάδα]] τών αμμωνιτοειδών, τα οποία έζησαν [[κατά]] το ανώτερο ιουρασικό και το κατώτερο κρητιδικό<br /><b>μσν.</b><br />[[ένοπλος]] [[στρατιώτης]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πολεμιστής]] [[βαριά]] εξοπλισμένος ο [[οποίος]] έφερε [[δόρυ]], θώρακα και [[μεγάλη]] [[ασπίδα]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τον ψιλό, τον ιππέα, τον τοξότη και τον γυμνήτη («σὺν τοῑς ὁπλίτησι και ψιλοῑσι», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που έχει πλήρη [[πολιτικά]] δικαιώματα, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τον βάναυσο, δηλ. τον ανελεύθερο («βάναυσοι μὲν ἐξέρχονται πολλοὶ τὸν ἀριθμόν, ὁπλῑται δὲ ὀλίγοι», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>συν. στον πληθ.</b> <i>οἱ ὁπλῑται</i><br />οι ένοπλοι άνδρες σε ολιγαρχικά πολιτεύματα, οι ευμενώς διακείμενοι [[προς]] αυτά, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τον δήμο<br /><b>4.</b> <b>ως επίθ.</b> αυτός που φέρει όπλα, [[ένοπλος]], οπλισμένος («πάντ' ἄνδρ' ὁπλίτην ἁρμάτων τ' ἐπεμβάτην», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «[[ὁπλίτης]] [[στρατός]]» — οπλισμένη στρατιωτική [[δύναμη]]<br />β) «[[ὁπλίτης]] [[κόσμος]]» — τα όπλα, τα άρματα<br />γ) «[[ὁπλίτης]] [[δρόμος]]» — η [[οπλιτοδρομία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὅπλον]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ίτης]] / -<i>ῖτις</i> (<b>πρβλ.</b> <i>πολ</i>-[[ίτης]] / -<i>ῖτις</i>)]. | |mltxt=ο (ΑΜ [[ὁπλίτης]], θηλ. ὁπλῑτις)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>στρ.</b> [[απλός]] [[στρατιώτης]], [[άνδρας]] που ανήκει στην κατώτατη [[βαθμίδα]] της στρατιωτικής ιεραρχίας<br /><b>2.</b> <b>(παλαιοντ.)</b> απολιθωμένο [[γένος]] κεφαλοπόδων που ανήκει στην [[ομάδα]] τών αμμωνιτοειδών, τα οποία έζησαν [[κατά]] το ανώτερο ιουρασικό και το κατώτερο κρητιδικό<br /><b>μσν.</b><br />[[ένοπλος]] [[στρατιώτης]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πολεμιστής]] [[βαριά]] εξοπλισμένος ο [[οποίος]] έφερε [[δόρυ]], θώρακα και [[μεγάλη]] [[ασπίδα]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τον ψιλό, τον ιππέα, τον τοξότη και τον γυμνήτη («σὺν τοῑς ὁπλίτησι και ψιλοῑσι», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που έχει πλήρη [[πολιτικά]] δικαιώματα, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τον βάναυσο, δηλ. τον ανελεύθερο («βάναυσοι μὲν ἐξέρχονται πολλοὶ τὸν ἀριθμόν, ὁπλῑται δὲ ὀλίγοι», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>συν. στον πληθ.</b> <i>οἱ ὁπλῑται</i><br />οι ένοπλοι άνδρες σε ολιγαρχικά πολιτεύματα, οι ευμενώς διακείμενοι [[προς]] αυτά, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τον δήμο<br /><b>4.</b> <b>ως επίθ.</b> αυτός που φέρει όπλα, [[ένοπλος]], οπλισμένος («πάντ' ἄνδρ' ὁπλίτην ἁρμάτων τ' ἐπεμβάτην», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «[[ὁπλίτης]] [[στρατός]]» — οπλισμένη στρατιωτική [[δύναμη]]<br />β) «[[ὁπλίτης]] [[κόσμος]]» — τα όπλα, τα άρματα<br />γ) «[[ὁπλίτης]] [[δρόμος]]» — η [[οπλιτοδρομία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὅπλον]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ίτης]] / -<i>ῖτις</i> (<b>πρβλ.</b> <i>πολ</i>-[[ίτης]] / -<i>ῖτις</i>)]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὁπλίτης:''' [ῑ], -ου, ὁ ([[ὅπλον]]),<br /><b class="num">I.</b> [[βαριά]] οπλισμένος, αρματωμένος, [[δρόμος]] ὁπλιτῶν, [[αγώνας]] δρόμου αντρών που φορούν [[πανοπλία]], σε αντίθ. προς το [[δρόμος]] [[τῶν]] γυμνῶν, σε Πίνδ.· ὁπλιτῶν [[στρατός]], εξοπλισμένο [[στράτευμα]], στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> ως ουσ., [[ὁπλίτης]], <i>ὁ</i>, [[βαριά]] οπλισμένος [[στρατιώτης]] του πεζικού, [[άνδρας]] υπό τα όπλα· κρατούσε [[μεγάλη]] [[ασπίδα]] ([[ὅπλον]]), απ' όπου και η [[ονομασία]], όπως ο [[ελαφρά]] οπλισμένος [[στρατιώτης]] του πεζικού ([[πελταστής]]), έλαβε την [[ονομασία]] του από την μικρή και ελαφριά [[ασπίδα]] [[πέλτη]], σε Ηρόδ., Αττ.· <i>ὁπλῖται</i>, αντίθ. προς το <i>ψιλοί</i>, σε Ηρόδ., Θουκ. | |||
}} | }} |