παρθένος: Difference between revisions

5
(31)
(5)
Line 36: Line 36:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />η, ΝΜΑ, [[παρθένα]] Ν<br /><b>1.</b> [[γυναίκα]] που διατηρεί άρρηκτο τον παρθενικό της υμένα, που δεν έχει έλθει [[ακόμη]] σε σαρκική [[επαφή]] με άνδρα<br /><b>2.</b> [[κόρη]], [[κορίτσι]], [[κοπέλα]]<br /><b>3.</b> (<b>το θηλ. ως κύριο όν.</b>) <i>η Παρθένος</i><br />α) [[προσωνυμία]] της Παναγίας<br />β) <b>αστρον.</b> [[ζωδιακός]] [[αστερισμός]], ο [[έκτος]] [[κατά]] σειράν του ζωδιακού κύκλου και ο μεγαλύτερος του, που βρίσκεται [[μεταξύ]] τών αστερισμών του Ζυγού, του Βοιώτου, της Κόμης, της Βερενίκης, του Λέοντος, του Κρατήρος, του Κόρακος, της Ύδρας και της Κεφαλής του Όφεως<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>παροιμ. φρ.</b> «[[μωρά]] [[παρθένος]]» — [[άτομο]] που απέτυχε στους σκοπούς του, όπως οι [[δέκα]] παρθένοι της παραβολής του Ευαγγελίου που έμειναν έξω από τον νυμφώνα λόγω ολιγωρίας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μνηστή]], αρραβωνιαστικιά<br /><b>2.</b> άγαμη [[γυναίκα]]<br /><b>3.</b> αθηναϊκό [[νόμισμα]] που έφερε την [[κεφαλή]] της Αθηνάς<br /><b>4.</b> η [[κόρη]] του οφθαλμού<br /><b>5.</b> <b>ως κύριο όν.</b> α) [[προσωνυμία]] διαφόρων θεοτήτων που διατηρούσαν την [[παρθενία]] τους, όπως της Αθηνάς, της Αρτέμιδος και της Περσεφόνης<br />β) [[προσωνυμία]] της Ιφιγένειας εν Ταύροις<br />γ) [[προσωνυμία]] διαφόρων θεοτήτων της Ρώμης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ., όπως και το λατ. <i>virgo</i> «[[παρθένα]]». Εντύπωση προκαλεί και η θεματική [[μορφή]] της λ. σε -<i>ος</i> για ένα όνομα θηλυκού γένους. Στην Ινδοευρωπαϊκή, εξάλλου, δεν μαρτυρείται τ. με ανάλογη σημ. Ανεξακρίβωτη παρεμένει και η [[θεωρία]] ότι πρόκειται για πελασγικό [[δάνειο]] και η [[σύνδεση]] του τ. με τη λ. [[πόρτις]] «νεαρή [[κόρη]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[παρθενία]], [[παρθενικός]], <i>παρθένιο</i>(<i>ν</i>), [[παρθένιος]], <i>Παρθενών</i>(<i>ας</i>), [[παρθενωπός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[παρθενείον]], [[παρθένειος]], [[παρθενιανός]], [[παρθενίας]], [[παρθενίς]], [[παρθενίσκη]], [[παρθενώ]], [[παρθενώδης]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[παρθενεύω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[παρθενομήτωρ]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[παρθενοκόμος]], [[παρθενοκτόνος]], [[παρθενόλυτος]], [[παρθενοπίπης]], [[παρθενόσφαγος]], [[παρθενοτροφώ]], [[παρθενόχρως]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[παρθενομάρτυς]]<br /><b>μσν.</b><br />[[παρθενογενής]], [[παρθενογέννητος]], [[παρθενοποιός]], [[παρθενοπρεπής]], [[παρθενόφυτος]], [[παρθενόφωνα]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[παρθενοφθορία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[παρθεναγωγείο]], [[παρθεναγωγός]], [[παρθενογένεση]], [[παρθενοκαρπία]], [[παρθενόκισσος]], [[παρθενορραφή]]. (Β' συνθετικό) [[αειπάρθενος]], [[απάρθενος]]<br /><i>μ</i>(<i>ε</i>)<i>ιξοπάρθενος</i><br /><b>αρχ.</b><br /><i>αβροπάρθενος</i>, <i>αρχιπάρθενος</i>, [[γλυκυπάρθενος]], [[δυσπάρθενος]], <i>εκπάρθενος</i>, [[ευπάρθενος]], [[κακοπάρθενος]], [[καλλιπάρθενος]], [[μισοπάρθενος]], [[πολυπάρθενος]], [[συμπάρθενος]], [[ταυροπάρθενος]], [[τριπάρθενος]], [[υποπάρθενος]], [[φιλοπάρθενος]], [[ψευδοπάρθενος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ημιπάρθενος]], [[μητροπάρθενος]].———————— <b>(II)</b><br />-α, -ο, θηλ. και -ος / [[παρθένος]], -ον, ΝΜΑ, λακων. τ. [[παρσένος]], -ον, Α [[παρθένος]]<br /><b>1.</b> αυτός που διατηρεί την [[παρθενία]] του<br /><b>2.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παρθένο, ο [[παρθενικός]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[αγνός]], [[άσπιλος]] («παρθένον ψυχὴν ἔχων», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[παρθένος]]<br />[[άνδρας]] που δεν έχει συνουσιαστεί με [[γυναίκα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «[[παρθένα]] [[βλάστηση]]» — πυκνή και αδιάβατη [[βλάστηση]]<br />β) «παρθένο [[δάσος]]» — [[δάσος]] με πολύ πλούσια [[βλάστηση]] στο οποίο δεν μπορεί [[κανείς]] να εισδύσει<br />γ) «παρθένο [[έδαφος]]»<br />i) [[έδαφος]] ανεκμετάλλευτο, δηλ. χέρσο και ακαλλιέργητο επί [[σειρά]] ετών, το οποίο διατηρεί [[ακόμη]] τη [[γονιμότητα]] του<br />ii) <b>μτφ.</b> [[χώρος]] ή [[κατάσταση]] άγνωστα και ανεκμετάλλευτα<br />δ) «παρθένο [[λάδι]]» — αγνό [[λάδι]] από διαλεγμένες ελιές<br />ε) «παρθένο [[μαλλί]]» — [[μαλλί]] που χρησιμοποιείται πρώτη [[φορά]]<br /><b>αρχ.</b><br />(για [[πηγή]]) [[καθαρός]], [[αμόλυντος]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[παρθένος]] γῆ» — το [[χώμα]] της Σάμου για το οποίο θεωρούσαν ότι είχε θεραπευτικές ιδιότητες.
|mltxt=<b>(I)</b><br />η, ΝΜΑ, [[παρθένα]] Ν<br /><b>1.</b> [[γυναίκα]] που διατηρεί άρρηκτο τον παρθενικό της υμένα, που δεν έχει έλθει [[ακόμη]] σε σαρκική [[επαφή]] με άνδρα<br /><b>2.</b> [[κόρη]], [[κορίτσι]], [[κοπέλα]]<br /><b>3.</b> (<b>το θηλ. ως κύριο όν.</b>) <i>η Παρθένος</i><br />α) [[προσωνυμία]] της Παναγίας<br />β) <b>αστρον.</b> [[ζωδιακός]] [[αστερισμός]], ο [[έκτος]] [[κατά]] σειράν του ζωδιακού κύκλου και ο μεγαλύτερος του, που βρίσκεται [[μεταξύ]] τών αστερισμών του Ζυγού, του Βοιώτου, της Κόμης, της Βερενίκης, του Λέοντος, του Κρατήρος, του Κόρακος, της Ύδρας και της Κεφαλής του Όφεως<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>παροιμ. φρ.</b> «[[μωρά]] [[παρθένος]]» — [[άτομο]] που απέτυχε στους σκοπούς του, όπως οι [[δέκα]] παρθένοι της παραβολής του Ευαγγελίου που έμειναν έξω από τον νυμφώνα λόγω ολιγωρίας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μνηστή]], αρραβωνιαστικιά<br /><b>2.</b> άγαμη [[γυναίκα]]<br /><b>3.</b> αθηναϊκό [[νόμισμα]] που έφερε την [[κεφαλή]] της Αθηνάς<br /><b>4.</b> η [[κόρη]] του οφθαλμού<br /><b>5.</b> <b>ως κύριο όν.</b> α) [[προσωνυμία]] διαφόρων θεοτήτων που διατηρούσαν την [[παρθενία]] τους, όπως της Αθηνάς, της Αρτέμιδος και της Περσεφόνης<br />β) [[προσωνυμία]] της Ιφιγένειας εν Ταύροις<br />γ) [[προσωνυμία]] διαφόρων θεοτήτων της Ρώμης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ., όπως και το λατ. <i>virgo</i> «[[παρθένα]]». Εντύπωση προκαλεί και η θεματική [[μορφή]] της λ. σε -<i>ος</i> για ένα όνομα θηλυκού γένους. Στην Ινδοευρωπαϊκή, εξάλλου, δεν μαρτυρείται τ. με ανάλογη σημ. Ανεξακρίβωτη παρεμένει και η [[θεωρία]] ότι πρόκειται για πελασγικό [[δάνειο]] και η [[σύνδεση]] του τ. με τη λ. [[πόρτις]] «νεαρή [[κόρη]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[παρθενία]], [[παρθενικός]], <i>παρθένιο</i>(<i>ν</i>), [[παρθένιος]], <i>Παρθενών</i>(<i>ας</i>), [[παρθενωπός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[παρθενείον]], [[παρθένειος]], [[παρθενιανός]], [[παρθενίας]], [[παρθενίς]], [[παρθενίσκη]], [[παρθενώ]], [[παρθενώδης]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[παρθενεύω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[παρθενομήτωρ]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[παρθενοκόμος]], [[παρθενοκτόνος]], [[παρθενόλυτος]], [[παρθενοπίπης]], [[παρθενόσφαγος]], [[παρθενοτροφώ]], [[παρθενόχρως]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[παρθενομάρτυς]]<br /><b>μσν.</b><br />[[παρθενογενής]], [[παρθενογέννητος]], [[παρθενοποιός]], [[παρθενοπρεπής]], [[παρθενόφυτος]], [[παρθενόφωνα]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[παρθενοφθορία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[παρθεναγωγείο]], [[παρθεναγωγός]], [[παρθενογένεση]], [[παρθενοκαρπία]], [[παρθενόκισσος]], [[παρθενορραφή]]. (Β' συνθετικό) [[αειπάρθενος]], [[απάρθενος]]<br /><i>μ</i>(<i>ε</i>)<i>ιξοπάρθενος</i><br /><b>αρχ.</b><br /><i>αβροπάρθενος</i>, <i>αρχιπάρθενος</i>, [[γλυκυπάρθενος]], [[δυσπάρθενος]], <i>εκπάρθενος</i>, [[ευπάρθενος]], [[κακοπάρθενος]], [[καλλιπάρθενος]], [[μισοπάρθενος]], [[πολυπάρθενος]], [[συμπάρθενος]], [[ταυροπάρθενος]], [[τριπάρθενος]], [[υποπάρθενος]], [[φιλοπάρθενος]], [[ψευδοπάρθενος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ημιπάρθενος]], [[μητροπάρθενος]].———————— <b>(II)</b><br />-α, -ο, θηλ. και -ος / [[παρθένος]], -ον, ΝΜΑ, λακων. τ. [[παρσένος]], -ον, Α [[παρθένος]]<br /><b>1.</b> αυτός που διατηρεί την [[παρθενία]] του<br /><b>2.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παρθένο, ο [[παρθενικός]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[αγνός]], [[άσπιλος]] («παρθένον ψυχὴν ἔχων», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[παρθένος]]<br />[[άνδρας]] που δεν έχει συνουσιαστεί με [[γυναίκα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «[[παρθένα]] [[βλάστηση]]» — πυκνή και αδιάβατη [[βλάστηση]]<br />β) «παρθένο [[δάσος]]» — [[δάσος]] με πολύ πλούσια [[βλάστηση]] στο οποίο δεν μπορεί [[κανείς]] να εισδύσει<br />γ) «παρθένο [[έδαφος]]»<br />i) [[έδαφος]] ανεκμετάλλευτο, δηλ. χέρσο και ακαλλιέργητο επί [[σειρά]] ετών, το οποίο διατηρεί [[ακόμη]] τη [[γονιμότητα]] του<br />ii) <b>μτφ.</b> [[χώρος]] ή [[κατάσταση]] άγνωστα και ανεκμετάλλευτα<br />δ) «παρθένο [[λάδι]]» — αγνό [[λάδι]] από διαλεγμένες ελιές<br />ε) «παρθένο [[μαλλί]]» — [[μαλλί]] που χρησιμοποιείται πρώτη [[φορά]]<br /><b>αρχ.</b><br />(για [[πηγή]]) [[καθαρός]], [[αμόλυντος]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[παρθένος]] γῆ» — το [[χώμα]] της Σάμου για το οποίο θεωρούσαν ότι είχε θεραπευτικές ιδιότητες.
}}
{{lsm
|lsmtext='''παρθένος:''' ἡ,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[κόρη]] [[παρθένα]], άγαμη [[κόρη]], [[παρθένος]], [[κοπέλα]], [[κορίτσι]], σε Όμηρ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> <i>Παρθένος</i>, ως όνομα της θεάς Αθηνάς στην Αθήνα, λέγεται και για την Άρτεμη κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> ως επίθ., [[παρθενικός]], [[αμόλυντος]], [[αγνός]], <i>πάρθενον ψυχὴν ἔχων</i>, σε Ευρ.· μεταφ., [[παρθένος]] [[πηγή]], σε Αισχύλ.· <i>παρθένοι τριήρεις</i>, παρθενικά, δηλ. καινούρια, [[νέα]] καράβια, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">III.</b> ως αρσ., [[παρθένος]], <i>ὁ</i>, [[ανύπαντρος]], [[άγαμος]] άντρας, σε Καινή Διαθήκη (άγν. προέλ.).
}}
}}