3,273,735
edits
(32) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και αττ. τ. [[φιδάκνη]] και λακων. τ. πισάκνα, ή, Α<br /><b>1.</b> [[πιθάρι]] που χρησιμοποιούσαν [[συνήθως]] για [[εναπόθεση]] κρασιού, κρασοπίθαρο («οἰκοῡντ' ἐν ταῑς πιθάκνεσσι», Ιπποκρ.)<br /><b>2.</b> [[πιθάρι]] για [[εναπόθεση]] καρπών<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[πιθάκνη]] ἰατρική» — [[δοχείο]] φαρμάκων, φαρμακευτικό [[γουδί]] (<b>Γαλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πίθος]] «[[πιθάρι]]» <span style="color: red;">+</span> υποκορ. [[επίθημα]] -<i>άκνη</i> το οποίο πιθ. έχει προέλθει από το [[επίθημα]] -<i>ίχνη</i> (<b>πρβλ.</b> <i>κυλ</i>-<i>ίχνη</i>, <i>πελ</i>-<i>ίχνη</i>), με ανομοιωτική [[τροπή]] του δασέος -<i>χ</i>- σε κλειστό -<i>κ</i>- και του -<i>ι</i>- σε -<i>α</i>- (<i>πιθ</i>-<i>ίχνη</i> > <i>πιθ</i>-<i>άκνη</i>) ή κατ' [[επίδραση]] τών τύπων με -<i>ακ</i>- (<b>πρβλ.</b> [[πίναξ]], -<i>ακος</i>, [[πύνδαξ]], -<i>ακος</i>). Ο τ. [[φιδάκνη]], [[κατά]] μία [[άποψη]], έχει σχηματιστεί κατ' [[επίδραση]] του [[φείδομαι]] «[[μεταχειρίζομαι]] με [[φειδώ]], [[κάνω]] [[οικονομία]]» λόγω του ότι το [[πιθάρι]] χρησιμοποιείται για [[εναπόθεση]], [[αποταμίευση]] προμηθειών. Ο τ. <i>πισάκνα</i> με [[τροπή]] του -<i>θ</i>- σε -<i>σ</i>-]. | |mltxt=και αττ. τ. [[φιδάκνη]] και λακων. τ. πισάκνα, ή, Α<br /><b>1.</b> [[πιθάρι]] που χρησιμοποιούσαν [[συνήθως]] για [[εναπόθεση]] κρασιού, κρασοπίθαρο («οἰκοῡντ' ἐν ταῑς πιθάκνεσσι», Ιπποκρ.)<br /><b>2.</b> [[πιθάρι]] για [[εναπόθεση]] καρπών<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[πιθάκνη]] ἰατρική» — [[δοχείο]] φαρμάκων, φαρμακευτικό [[γουδί]] (<b>Γαλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πίθος]] «[[πιθάρι]]» <span style="color: red;">+</span> υποκορ. [[επίθημα]] -<i>άκνη</i> το οποίο πιθ. έχει προέλθει από το [[επίθημα]] -<i>ίχνη</i> (<b>πρβλ.</b> <i>κυλ</i>-<i>ίχνη</i>, <i>πελ</i>-<i>ίχνη</i>), με ανομοιωτική [[τροπή]] του δασέος -<i>χ</i>- σε κλειστό -<i>κ</i>- και του -<i>ι</i>- σε -<i>α</i>- (<i>πιθ</i>-<i>ίχνη</i> > <i>πιθ</i>-<i>άκνη</i>) ή κατ' [[επίδραση]] τών τύπων με -<i>ακ</i>- (<b>πρβλ.</b> [[πίναξ]], -<i>ακος</i>, [[πύνδαξ]], -<i>ακος</i>). Ο τ. [[φιδάκνη]], [[κατά]] μία [[άποψη]], έχει σχηματιστεί κατ' [[επίδραση]] του [[φείδομαι]] «[[μεταχειρίζομαι]] με [[φειδώ]], [[κάνω]] [[οικονομία]]» λόγω του ότι το [[πιθάρι]] χρησιμοποιείται για [[εναπόθεση]], [[αποταμίευση]] προμηθειών. Ο τ. <i>πισάκνα</i> με [[τροπή]] του -<i>θ</i>- σε -<i>σ</i>-]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''πῐθάκνη:''' Αττ. φῐδάκνη, ἡ ([[πίθος]]), [[βαρέλι]] ή [[δοχείο]] για κρασι, σε Αριστοφ.· χρησιμοποιείται στην [[αποθήκευση]] σύκων μέσα σ' αυτό, σε Δημ.· απ' όπου, <i>οἰκεῖν ἐν ταῖς πιθάκναις</i>, ζω σε [[πιθάρι]], όπως οι Αθηναίοι μέτοικοι ήταν αναγκασμένοι να κάνουν κατά τη [[διάρκεια]] του Πελοποννησιακού πολέμου, σε Αριστοφ. | |||
}} | }} |